Δυο πιτσιρίκια έπαιζαν με μια κόκκινη μπάλα στο πεζοδρόμιο, τρία μέτρα μακριά του, αψηφώντας το κρύο και στριγγλίζοντας χαρούμενα. Ο άντρας ανασήκωσε το αριστερό του φρύδι κι έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με τον δείκτη του δεξιού του χεριού. Η μπάλα έσκασε στο πρόσωπο του πιο μικρού παιδιού και του μάτωσε τη μύτη. Εκείνο έβαλε τα κλάματα ουρλιάζοντας. Μια κοντή, στρουμπουλή γυναίκα βγήκε από το σπίτι σκουπίζοντας τα χέρια της στην βρώμικη ποδιά της και άρπαξε τα δυο πιτσιρίκια από το αυτί, μαλώνοντας τα και τραβώντας τα μέσα στο σπίτι.
Ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα, γεμάτος ευτυχία. Όταν στράφηκε πάλι προς την βαριά εξώπορτα, διαπίστωσε ότι είχε ανοίξει και μια νεαρή, χλωμή υπηρέτρια με πάλλευκο πρόσωπο και φακίδες στην μύτη και στα μάγουλα της, τον παρατηρούσε σιωπηλή. Τα βλέφαρα της ήταν βαριά και το σαγόνι της ελαφρώς προτεταμένο. Στον λαιμό της φορούσε ένα φτηνό κόσμημα.
«Ποιος να πω ότι είστε;» ρώτησε η υπηρέτρια, χωρίς να αλλάξει η έκφραση στο πρόσωπο της.
«Κανείς», απάντησε ο γέρος και έβγαλε το καπέλο του, αποκαλύπτοντας τα λευκά μαλλιά του, μακριά και καλοχτενισμένα.
Πέταξε το καπέλο στην αγκαλιά της κοπέλας και μπήκε στο αρχοντικό με αέρα αφεντικού.
Η κεντρική σάλα ήταν σκοτεινή και έρημη. Στο κέντρο της, μια μεγάλη σκάλα οδηγούσε στον πάνω όροφο. Μεγάλες προσωπογραφίες των προγόνων της οικογένειας Χάμερσμιθ στόλιζαν τους τοίχους – η οικογένεια είχε ένα ένδοξο παρελθόν, ένα παρηκμασμένο παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον. Από την τραπεζαρία στα δεξιά της σάλας, ακούστηκε μια αντρική, επιβλητική φωνή.
«Μόλυ; Ποιος είναι;»
Ο γέρος κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία με ανάλαφρο βήμα, με το μπαστούνι του να δίνει το ρυθμό. Κοντοστάθηκε στην είσοδο και έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο και όπως όλα έδειχναν ο άντρας είχε φτάσει ακριβώς στο μέσον του γεύματος – μια μεγάλη σουπιέρα που άχνιζε βρισκόταν στο κέντρο του τραπεζιού και μια καλοψημένη, παχιά γαλοπούλα περίμενε υπομονετικά να κοπεί και να σερβιριστεί. Στο τραπέζι βρίσκονταν εννέα ενήλικες και έξι παιδιά που έτρωγαν μέσα σε άβολη σιωπή. Μια ηλικιωμένη γυναίκα βρισκόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, ένα επίσης ηλικιωμένο ζευγάρι βρισκόταν στα δεξιά της και ακριβώς δίπλα του ένας μεσήλικας άντρας και η σύζυγος του. Την δεξιά πλευρά συμπλήρωναν τρία μικρά κορίτσια, προφανώς κόρες του ζευγαριού.
Απέναντι τους, βρισκόταν ένας μεγαλόσωμος, παχουλός άντρας με αυστηρό πρόσωπο, ένα ζευγάρι επίσης μέσης ηλικίας και δυο παιδιά, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, καθώς κι ένα μικρό καρότσι, μέσα στο οποίο ένα μωρό κοιμόταν μακάρια. Στην άκρη του τραπεζιού καθόταν μια νεαρή κοπέλα, όχι πάνω από είκοσι ετών.
“Ένα τυπικό βρετανικό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι”, σκέφτηκε ο ξένος.
Τα βλέμματα όλων στράφηκαν πάνω του, σαν να είχε εκφράσει μεγαλόφωνα αυτή του τη σκέψη.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας», είπε σαρκαστικά στην ομήγυρη που τον κοιτούσε με έκπληξη.
«Ποιος είστε εσείς;» ρώτησε απορημένος ένας εκ των ανδρών της οικογένειας, γύρω στα σαράντα πέντε.
Είχε κατάμαυρα μαλλιά, προσεκτικά χτενισμένα σε χωρίστρα και από το πέτο του σακακιού του κρεμόταν ένα μονόκλ. Το πρόσωπο του ήταν λεπτό και αυστηρό και φαινόταν ότι κατέβαλλε προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή του για το θράσος του άγνωστου εισβολέα. Ο γέρος σήκωσε το χέρι του και έκανε μια αέρινη κίνηση, σαν να μην είχε σημασία.
«Δεν έχει σημασία το όνομα μου», είπε στο κατάπληκτο, στα όρια του σοκ, ακροατήριο.
«Είμαι ένας περιπατητής, ένας ταξιδιώτης που απολαμβάνει όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να παρακολουθεί στιγμές οικογενειακής γαλήνης και θαλπωρής», πρόσθεσε, με μια λεπτή νότα ειρωνείας να χρωματίζει τις τελευταίες του λέξεις.
Στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντι από το τραπέζι και ακούμπησε το μπαστούνι του ανάμεσα στα πόδια του – η ασημένια λαβή του άστραψε για μια στιγμή στο φως του μεγάλου πολυέλαιου που φώτιζε την τραπεζαρία. Ο άντρας που είχε μιλήσει σηκώθηκε από το τραπέζι, το πρόσωπο του ήταν κόκκινο από την οργή. Προτού προλάβει να μιλήσει όμως, ο γέρος συνέχισε:
«Υποθέτω βέβαια, πως για την διευκόλυνση της συζήτησης μας, θα χρειαστεί να μου απευθύνεστε με κάποιο συγκεκριμένο όνομα. Ας πούμε… Πίτερ; Είναι εύκολο, θα το θυμάστε σίγουρα. Και είναι άγιο όνομα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον όρθιο άντρα. «Ήταν ένας από τους μαθητές του Ιησού, αν δεν κάνω λάθος».
«Φυσικά», απάντησε ο άντρας με τα δόντια σφιγμένα, «αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό με-»
«Δεν καταλαβαίνεις Έντουαρντ, γιατί εγώ δεν σου έχω εξηγήσει τίποτα», είπε απότομα ο ξένος κι ο Έντουαρντ γούρλωσε τα μάτια του σαν να είχε φάει σφαλιάρα.
«Πως…» ψέλλισε.
«Κάτσε κάτω», διέταξε ο γέρος κι ο άντρας τον υπάκουσε.
Κανείς δεν μίλησε, αλλά κάποιοι αναδεύτηκαν νευρικά στις καρέκλες τους.
Ο Πίτερ σηκώθηκε από την πολυθρόνα με ευλυγισία παράταιρη για την ηλικία του και προχώρησε προς το τραπέζι με αργά βήματα. Όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω του.
«Ας γνωριστούμε λοιπόν», είπε και άρπαξε ένα ποτήρι, το γέμισε με κόκκινο κρασί και το κατέβασε μονορούφι.
«Θα πρέπει να συγχωρέσετε την αγένεια μου, αλλά μιας και μέχρι τώρα δεν μου είχατε προσφέρει ένα ποτό θα ήταν ηλιθιωδώς αισιόδοξο να περιμένω κάτι τέτοιο στα επόμενα λεπτά», είπε σκουπίζοντας το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του.
Πλησίασε τον Έντουαρντ και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.
«Εσύ είσαι ο Έντουαρντ Ντάουνχιλ. Σαράντα έξι χρονών, δικηγόρος στην Ντάουνχιλ και Σλοτ, παντρεμένος με την Μάργκαρετ Χάμερσμιθ. Έχεις ένα μικρό προβληματάκι αλκοολισμού, αλλά πείθεις τον εαυτό σου ότι ένα ποτηράκι μπράντι στο τέλος μιας δύσκολης μέρας σου αξίζει – μπορεί και δυο, συχνά και τρία ποτηράκια», είπε χαμηλόφωνα με πονηρή φωνή.
Η γυναίκα στα δεξιά του Έντουαρντ τον κοίταξε επιτιμητικά. Δεν ήταν όμορφη – η Μάργκαρετ/πρωην Χάμερσμιθ/νυν Ντάουνχιλ ήταν σαράντα τριών ετών, με αρκετές ρυτίδες στο μέτωπο, σμιχτά φρύδια και γαμψή μύτη. Την φυσική της ασχήμια επιβάρυνε και μια δύσκολη ζωή γεμάτη τσακωμούς με τον σύζυγο της και τέσσερις δύσκολοι τοκετοί. Τα μαλλιά της είχαν ήδη αρχίσει να γκριζάρουν.
Ο γέρος άφησε τον Έντουαρντ και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Μάργκαρετ.
«Εσείς είστε η Μάργκαρετ Ντάουνχιλ», είπε με σιγουριά.
«Η μεγαλύτερη κόρη του Άλμπερτ και της Έντνα Χάμερσμιθ, το πρώτο παιδί της οικογένειας και το πιο όμορφο ρόδο της αυγής θα έλεγα, αν ήμουν ποιητής και φυσικά αν αυτό ήταν αλήθεια», πρόσθεσε με κακία.
«Δε σας επιτρέπω να προσβάλλετε τη σύζυγο μου-» έκανε να πει ο Έντουαρντ, αλλά ένα βλέμμα του ξένου τον καθήλωσε.
Εντελώς ανεξήγητα, το μυαλό του γέμισε άσχημες αναμνήσεις – ένα λυσσασμένο σκυλί που τον είχε στριμώξει όταν ήταν πέντε ετών, η μητέρα του να κλαίει σιωπηλά στο δωμάτιο της με μια μελανιά στο αριστερό της μάγουλο, μια σκοτεινή, υγρή σπηλιά γεμάτη νυχτερίδες στην οποία είχε χαθεί για λίγες ώρες όταν ήταν εννέα, το πτώμα του αγαπημένου του κουνελιού που είχε ξεχάσει να το ταΐσει και ήταν γεμάτο μεγάλα, λευκά σκουλήκια που κινούνταν και συστρέφονταν σαν μια μάζα, ο πατέρας του να σηκώνεται από το τραπέζι και να πιάνει το στήθος του, δευτερόλεπτα πριν το έμφραγμα τον στείλει στην τελευταία του κατοικία. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και οι αναμνήσεις άρχισαν να σβήνουν. Ο γέρος έγνεψε ικανοποιημένος και προχώρησε στα δεξιά της Μάργκαρετ, όπου βρίσκονταν τρία μικρά κορίτσια.
«Και τι έχουμε εδώ;» ρώτησε δήθεν έκπληκτος. «Τρία κοριτσάκια! Η μοίρα δεν σου φέρθηκε πολύ καλά, έτσι Έντουαρντ; Τρία κορίτσια και κανένα αγόρι. Ποιος θα συνεχίσει το οικογενειακό όνομα, ποιος θα αναλάβει το γραφείο όταν φύγεις από κίρρωση του ήπατος;»
Ο Έντουαρντ βούλιαξε στην καρέκλα του – δεν είχε δύναμη να αντιδράσει. Στο βάθος του μυαλού του έβλεπε λευκά σκουλήκια να σαλεύουν. Ο ξένος έσκυψε προς το αυτί της Μάργκαρετ.
«Πως ένιωσες όταν το αγόρι που κυοφορούσες γεννήθηκε νεκρό;» την ρώτησε ψιθυριστά, με σαδιστική χαρά.
Ο γέρος έγειρε προς το μέρος του μεγαλύτερου κοριτσιού, που τον κοίταζε σχεδόν τρομοκρατημένο.
«Πως σε λένε γλυκιά μου;» ρώτησε χαμογελώντας, αλλά το χαμόγελο ήταν τόσο αυθεντικό όσο και ένα νόμισμα των έντεκα λιρών.
«Έλλα», απάντησε ξεψυχισμένα η μικρή.
«Έλλα! Τι όμορφο όνομα!» αναφώνησε ο γέρος. «Και πόσων χρονών είσαι Έλλα μου;»
«Δώδεκα», είπε η μικρή, πιο θαρρετά τώρα.
«Δώδεκα», επανέλαβε ο ξένος. «Είσαι σίγουρη ότι είσαι δώδεκα, Έλλα; Είσαι μήπως δώδεκα και δυο μηνών; Ή μήπως δώδεκα και έξι μηνών;»
Η Έλλα ξεροκατάπιε.
«Θα γίνω δώδεκα τον Ιανουάριο», είπε χαμηλόφωνα. Το χαμόγελο του γέρου πλάτυνε κι άλλο.
«Άρα είσαι έντεκα και έντεκα μηνών», την διόρθωσε ικανοποιημένος.
«Βλέπεις, Έλλα μου, το να λες ψέματα είναι πάρα πολύ κακό. Ακόμα κι αν είναι ένα μικρό ψεματάκι, όπως αυτό. Αλλά φαντάζομαι ότι η μητέρα σου θα σου έχει πει ότι δεν κάνει να λες ψέματα και να κρατάς μυστικά, έτσι δεν είναι;» ρώτησε κοιτάζοντας προς το μέρος της Μάργκαρετ, η οποία έσφιγγε την πετσέτα στα χέρια της τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις στα δάχτυλα της είχαν ασπρίσει.
«Διαφωνείς Μάργκαρετ;» ρώτησε με τη σωστή δόση ενδιαφέροντος στη φωνή του. «Μια οικογένεια δεν πρέπει να έχει μυστικά, αυτό το ξέρουν όλοι, γιατί όταν κρατάς μυστικά χάνεται η εμπιστοσύνη κι όταν χαθεί η εμπιστοσύνη η οικογένεια, που είναι καθαγιασμένη από τον ίδιο τον Θεό, διαλύεται».
Η Μάργκαρετ έσφιξε τα χείλη της και μερικές καινούργιες ρυτίδες εμφανίστηκαν στο μέτωπο της.
Από την απέναντι μεριά του τραπεζιού ακούστηκε ένας σιγανός βήχας, σαν κάποιος να καθάριζε τον λαιμό του. Ο παράξενος γέρος στράφηκε προς το μέρος του ήχου.
«Συνταγματάρχη Σάμιουελ!» αναφώνησε σαν να συναντούσε έναν παλιό γνωστό μετά από πολλά χρόνια.
Ο συνταγματάρχης (εν αποστρατεία πλέον) ήταν υπερβολικά χοντρός, με ένα παχύ μουστάκι που τον έκανε να θυμίζει θαλάσσιο ελέφαντα. Φορούσε την επίσημη στολή του που ξεχείλιζε από παράσημα. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο – συνήθιζε να το χρησιμοποιεί για να τρομοκρατεί τους κατωτέρους του όταν βρισκόταν ακόμα στον στρατό.
«Δεν θυμάμαι να έχουμε γνωριστεί ποτέ μας. Νομίζω επίσης ότι αρκετά εκμεταλλευτήκατε την καλοσύνη και την ευγένεια αυτών των ανθρώπων και να δοξάζετε τον Σωτήρα μας που δεν σας έχουν πετάξει από το σπίτι τους ακόμα. Θα σας ευγνωμονούσαμε όλοι μας αν φεύγατε αυτή τη στιγμή».
Καταφατικά νεύματα από τους συνδαιτυμόνες συνόδευσαν τα ψυχρά λόγια του συνταγματάρχη. Η Μάργκαρετ επέτρεψε στον εαυτό της ένα αμυδρό χαμόγελο ικανοποίησης. Ο ξένος αναστέναξε.
«Τα λόγια σας πονάνε, συνταγματάρχα. Περισσότερο από τις σφαίρες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».
Έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς τον συνταγματάρχη κι η προσοχή του στράφηκε στην δεύτερη κόρη των Ντάουνχιλ.
Ο αξιωματικός γούρλωσε τα μάτια του, παίρνοντας μια κοφτή, βαθιά ανάσα. Στα τόσα χρόνια υπηρεσίας του κανείς δεν είχε τολμήσει να τον αγνοήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο – μια συνήθεια που αργότερα είχε περάσει και στην προσωπική του ζωή, ξεχνώντας ότι οι κοινωνικές του επαφές δεν αποτελούνταν από υφιστάμενους του.
«Άκουσε εδώ να σου πω…», μούγκρισε και αυτή τη φορά ο ξένος γύρισε απότομα προς το μέρος του και έκανε δυο βήματα μπροστά – τα μάτια του ήταν κατάμαυρα, χωρίς ίχνος από ασπράδι.
«Όχι Σάμιουελ, εγώ θα σου πω. Εγώ θα σου πω για τα εγκλήματα για τα οποία παρασημοφορήθηκες από την Αυτοκρατορία. Εγώ θα σου πω για την εντολή που έδωσες το 1871, κατά την διάρκεια του πολέμου των Μπόερς, να εκτελεστούν 235 άμαχοι – γέροι, γυναίκες και μωρά. Το θυμάσαι αυτό Σάμιουελ; Ποιο παράσημο πάνω στο σακάκι σου, σού δόθηκε γι’ αυτή σου την πράξη;»
«Αυτό είναι ανήκουστο…»
«ΣΙΩΠΗ!» φώναξε ο γέρος και ο συνταγματάρχης σώπασε αμέσως. Ιδρώτας είχε αρχίσει να στάζει στο μέτωπο του. Τον σκούπισε με το μαντίλι του.
«Εγώ θα σου πω για τους έξι στρατιώτες που εκτελέστηκαν μετά από απόφαση σου επειδή συνελήφθησαν μεθυσμένοι – και για το χαρτί που έστειλες στις οικογένειες τους που ανέφερε ότι ‘Έπεσαν στη μάχη’ και το οποίο υπέγραψες αδιάφορα. Θα σου πω για τις κρυφές συμφωνίες με τον αντισυνταγματάρχη Καμπερνέ, που σας απέφεραν κέρδη από την πώληση στην μαύρη αγορά των αποθεματικών του Βρετανικού στρατού – όπλα, τρόφιμα, αναλώσιμα. Θες να σου πω μήπως και για τον φόνο του Καμπερνέ από το ίδιο σου το χέρι;»
Ο συνταγματάρχης είχε αναψοκοκκινίσει καθώς όλα τα μυστικά της ζωής του, καλά φυλαγμένα έως τότε – όπως νόμιζε – έβγαιναν στην φόρα. Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι με όση δύναμη μπορούσε. Ο ξένος συνέχισε το κατηγορητήριο του αμείλικτα.
«Εγώ θα σου πω, Σάμιουελ, για τον υπασπιστή σου που τράβηξες μπροστά σου για να δεχτεί τη σφαίρα που προοριζόταν για σένα. Και θα σου θυμίσω επίσης και το πώς το έβαλες στα πόδια όταν ένα μάτσο κουρελήδες αγρότες Μπόερς συνέτριψαν το τάγμα σου. Σου έδωσαν παράσημο και γι’ αυτό, συνταγματάρχα;»
Ο Σάμιουελ ανάσαινε κοφτά και με θόρυβο. Ξαναχτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, με λιγότερη δύναμη αυτή τη φορά και κοίταξε με θολά μάτια τον γέρο, ο οποίος έγειρε το κεφάλι του και παρατήρησε τον συνταγματάρχη με ανυπόκριτο ενδιαφέρον – τα μάτια του είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό γαλάζιο, παγωμένο τους χρώμα.
«Νομίζω ότι ο συνταγματάρχης παθαίνει ένα μικρό έμφραγμα», είπε αδιάφορα και γέμισε το ποτήρι της Μάργκαρετ με κρασί.
Ήπιε μια μικρή γουλιά καθώς ο συνταγματάρχης έγερνε στην καρέκλα του και αυτή έσπαγε, σωριάζοντας τον κάτω. Ο Έντουαρντ κι ένας ακόμα άντρας που δεν είχε μιλήσει έως τότε σηκώθηκαν έντρομοι να τον βοηθήσουν, ενώ οι γυναίκες της παρέας έφεραν τα χέρια μπροστά από τα στόματα τους, σοκαρισμένες.
«Καθίστε κάτω!» διέταξε ο ξένος.
«Γκαστόν!» φώναξε και από την κεντρική σάλα παρουσιάστηκε ένας καλοντυμένος μπάτλερ.
Ήταν περίπου στην ηλικία του Πίτερ, λιγνός και εύθραυστος και μ’ ένα λεπτό μουστάκι που στόλιζε το μακρύ, ρυτιδωμένο του πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στην είσοδο παρατηρώντας τη σκηνή: ο συνταγματάρχης βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στα ερείπια της καρέκλας του, με το χέρι του να σφίγγει το στήθος του, ο κύριος Έντουαρντ και ο κύριος Άρθουρ στέκονταν όρθιοι και ακίνητοι κι ένας άγνωστος άντρας έπινε κρασί ατάραχος.
«Με φωνάξατε, κύριε;» είπε ο μπάτλερ μπερδεμένος κοιτάζοντας προς το μέρος του Έντουαρντ.
«Σε φώναξα καλέ μου Γκαστόν», απάντησε στη θέση του ο γέρος, προκαλώντας μεγαλύτερη σύγχυση στον ηλικιωμένο μπάτλερ.
«Φρόντισε σε παρακαλώ τον συνταγματάρχη, έπαθε ένα μικρό έμφραγμα, αλλά δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα του».
Ο μπάτλερ απέμεινε να κοιτάζει τον ξένο, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του σαν ψάρι.
«Κύριε;» είπε διστακτικά ο Γκαστόν, με το βλέμμα του να ταξιδεύει από τον Έντουαρντ στον Άρθουρ και μετά πάλι πίσω.
Ο ξένος έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα.
«Δεν είστε άξιοι να μοιράσετε δυο γαϊδουριών άχυρα», είπε και κροτάλισε τα δάχτυλα του.
Ο ρόγχος του συνταγματάρχη σταμάτησε.
«Παρ’ τον από δω και βαλ’ τον να ξαπλώσει κάπου. Σκέπασε τον. Και πες του, μόλις νιώσει καλύτερα να τσακιστεί να επιστρέψει σπίτι του. Δε χρειάζομαι ευχαριστίες από δαύτον», είπε στεγνά ο ξένος που είχε αυτοσυστηθεί ως Πίτερ.
Ο συνταγματάρχης είχε αρχίσει να ανασαίνει πάλι κανονικά και ο μπάτλερ τον βοήθησε να σηκωθεί. Ήταν κάθιδρος και ζαλιζόταν.
«Από δω, συνταγματάρχα. Πρέπει να ξαπλώσετε. Νιώσατε μια μικρή αδιαθεσία», είπε με καθησυχαστική φωνή ο μπάτλερ, οδηγώντας τον Σάμιουελ προς την έξοδο της τραπεζαρίας.
Ο συνταγματάρχης έστρεψε το βλέμμα του για μια τελευταία φορά προς τον ξένο και για μια απειροελάχιστη στιγμή τον είδε με όλη του την τρομακτική μεγαλοπρέπεια: όχι τον μανδύα του ηλικιωμένου ασπρομάλλη που είχε φορέσει, αλλά την κανονική του μορφή, ένα σκοτεινό πλάσμα που δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο.
«Γκαστόν, όταν τελειώσεις με το καθήκον σου, φέρε άλλο ένα μπουκάλι κρασί», διέταξε ο Πίτερ. «Όχι το ξύδι που ποτίζεις τα αφεντικά σου, το καλό, εκείνο που κρύβεις στο δωμάτιο σου και το πουλάς στον Τομ για το καπηλειό του».
Ο Γκαστόν έμεινε ακίνητος για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα συνόδευσε αμίλητος τον συνταγματάρχη έξω από το δωμάτιο.
«Που είχαμε μείνει;» ρώτησε ευχάριστα ο Πίτερ το ακροατήριο που τον παρατηρούσε πετρωμένο από τον τρόμο.
«Ποιος είσαι; Στ’ αλήθεια. Τι είσαι;» ρώτησε κουρασμένα ο Άρθουρ, ένας καχεκτικός, συμπαθητικός άντρας με πανάδες στο πρόσωπο του και μια αξιοσέβαστη φαλάκρα, την οποία προσπαθούσε να καλύψει δημιουργώντας μικρές γέφυρες με τα μαλλιά του, στρωμένα προσεκτικά από το δεξιό μέρος του κρανίου του προς το αριστερό.
«Μπορεί να φτάσουμε και σε αυτό, Άρθουρ, μπορεί και όχι», απάντησε κουνώντας δασκαλίστικα τον δείκτη του ο ξένος.
Πλησίασε το κοριτσάκι δίπλα στην Έλλα.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Μάρθα», είπε με σιγουριά.
«Κι εσύ η Άννα», πρόσθεσε απευθυνόμενος στην μικρότερη από τις κόρες του Έντουαρντ και της Μάργκαρετ Ντάουνχιλ, ένα μαυρομάλλικο κοριτσάκι με όμορφα χαρακτηριστικά.
«Όμορφα κορίτσια», αποφάνθηκε, κοιτάζοντας την μητέρα τους. «Κρίμα που η Έλλα είναι καταδικασμένη σε έναν γάμο συμφέροντος, όταν η περιουσία σας χαθεί. Βλέπεις, αγαπητή μου Μάργκαρετ, μετά τον επικείμενο θάνατο του συζύγου σου», έκανε μια ελαφριά υπόκλιση προς το μέρος του Έντουαρντ που τον παρακολουθούσε φρικιασμένος, «θα χρειαστεί να θυσιάσεις πολλά πράγματα για να διατηρήσεις το επίπεδο ζωής στο οποίο έχεις συνηθίσει. Η ευτυχία της κόρης σου θα είναι ένα από αυτά».
«Τι…» κατάφερε να ψελλίσει ο Έντουαρντ.
«Έντουαρντ, φίλε μου, δεν έχεις ακούσει την παροιμία που αναφέρει τις κότες και τα πίτουρα; Ο συνεργάτης σου θα ανακαλύψει ότι τον κλέβεις», απάντησε ο ξένος. «Πολύ φοβάμαι ότι το μαχαίρι που του είχε χαρίσει ο πατέρας του, ο Σλοτ ο πρεσβύτερος, θα βρει τον προορισμό του όταν καρφωθεί στην πλάτη σου».
Η μικρή κόρη των Ντάουνχιλ, η Άννα, έβαλε τα κλάματα. Ο ξένος πήρε μια έκφραση συμπόνιας, τελείως αταίριαστη με το πρόσωπο του.
«Μην κλαις μικρή μου. Έχεις πολλά χρόνια ακόμα μπροστά σου μέχρις ότου ξανασυναντήσω τον μπαμπά σου στην άλλη πλευρά. Έχεις ακόμα περισσότερα χρόνια ζωής, μέχρι να καταλήξεις μια κοινή, βρώμικη πόρνη στο Σόρντιτς».
Σε όλους κόπηκε η ανάσα. Η Άννα τον κοίταξε με δακρυσμένα μάτια, προσπαθώντας να σταματήσει τα αναφιλητά της. Προτού προλάβει να αντιδράσει κανένας, ο ξένος συνέχισε:
«Και η Μάρθα; Τι θα απογίνει η Μάρθα, θα αναρωτιέστε όλοι σας, ευγενικοί μου άνθρωποι».
Κάρφωσε το παγωμένο βλέμμα του στην μεσαία κόρη, που τραβήχτηκε μακριά του ενστικτωδώς.
«Για πολλά χρόνια θα παλεύεις με την ίδια σου τη φύση», είπε με βαθιά, σπηλαιώδη φωνή, σαν προφήτης κακών γεγονότων. «Η έλξη σου για το ίδιο σου το φύλο θα σε μετατρέψει σε μια απόβλητη, αποκληρωμένη από την ίδια σου την μάνα».
Χαμογέλασε, σαν να είχε πει μόλις ότι στη σάλα τους περιμένει όλους δωρεάν παγωτό και μετά μια βόλτα με άμαξα στο κρύο Λονδίνο. Κανείς δεν αντέδρασε – τον κοιτούσαν όλοι σαν υπνωτισμένοι, ανίκανοι να τον διώξουν ή να τον κάνουν να σταματήσει να μιλά, ανήμποροι να σταματήσουν να ακούν.
«Αλλά μην ξεχνάς, Μάρθα: ειλικρίνεια. Το άλφα και το ωμέγα σε μια σχέση, είτε αυτή είναι φιλική, είτε ερωτική. Για παράδειγμα, είμαι σίγουρος ότι η μητέρα σου είναι απόλυτα ειλικρινής απέναντι στον πατέρα σου για τη σχέση που διατηρεί με τον Χάρβεϊ, τον υδραυλικό της γειτονιάς σας».
Ένας κρότος ακούστηκε, καθώς το σερβίτσιο της Μάργκαρετ έπεφτε στο πάτωμα. Η ίδια ήταν πελιδνή και τα νύχια της είχαν ματώσει τις παλάμες της καθώς τις έσφιγγε. Ο Έντουαρντ στράφηκε προς το μέρος της έξαλλος και της έριξε ένα δυσοίωνο βλέμμα όλο υποσχέσεις, αλλά όχι από αυτές που περιμένεις με αδημονία να πραγματοποιηθούν.
«Ψέμα», είπε η Μάργκαρετ ξέπνοα, αλλά ο ξένος κάγχασε.
«Ψέμα; Νομίζω ότι τα παιδιά σου μπορούν να επιβεβαιώσουν τις επισκέψεις του νεαρού Χάρβεϊ τις ημέρες που έχεις πονοκέφαλο και κλείνεσαι στο δωμάτιο σου μαζί του. Σου δίνει το γιατρικό σου, Μάργκαρετ; Γιατί μετά από καμιά ώρα, ενώ σε όλο το σπίτι ακούγονται οι τριγμοί του νυφικού σου κρεβατιού και οι κραυγές ηδονής σου, ο πονοκέφαλος σου περνά», είπε μοχθηρά ο Πίτερ.
«Νομίζω ότι ακούσαμε αρκετά», είπε με όση ψυχραιμία μπορούσε να επιστρατεύσει ο Άρθουρ από την άλλη πλευρά του τραπεζιού.
Ο Έντουαρντ έπαιζε βλοσυρά με τα μαχαιροπίρουνα του και το στόμα του κουνιόταν σχηματίζοντας άηχες λέξεις. Η Μάργκαρετ τον ακούμπησε ελαφρά στο χέρι.
«ΜΗ Μ’ ΑΚΟΥΜΠΑΣ! ΜΗ Μ’ ΑΓΓΙΖΕΙΣ, ΠΑΛΙΟΠΟΥΤΑΝΑ!» εξανέστη ο άντρας της.
Η Άννα έβαλε πάλι τα κλάματα και η μητέρα της σηκώθηκε με ένα λυγμό από το τραπέζι και την πήρε αγκαλιά.
«Τι θες από μας, τέρας;» είπε με μίσος.
Ο ξένος γέλασε – για άλλη μια φορά το χαμόγελο του δεν άγγιξε τα μάτια του.
«Ω, μα είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Και δεν είναι μια συνηθισμένη Πρωτοχρονιά – όχι, κάθε άλλο. Βρισκόμαστε στην αυγή ενός καινούργιου αιώνα, ενός αιώνα που θα αλλάξει τα πάντα. Και ως είθισται, κάθε Πρωτοχρονιά παίρνουμε τις αποφάσεις μας για να αλλάξουμε τη ζωή μας. Απλά, όπως προείπα – δυο φόρες κιόλας – η ειλικρίνεια είναι πολύ σημαντική. Δίνει μια άλλη – πώς να το πω; – οπτική, στα πάντα», εξήγησε.
Χτύπησε παλαμάκια με τα χέρια του – όλοι αναπήδησαν φοβισμένοι.
«Αρκετά με την οικογένεια Ντάουνχιλ», είπε αδιάφορα. «Δεν είναι οι μόνοι στο εορταστικό σας τραπέζι, παρόλο που για κάποιο λόγο επιμένετε να δίνετε περισσότερη προσοχή στην Μάργκαρετ και τον πετυχημένο δικηγόρο που διάλεξε για σύζυγο, ξεχνώντας τον Άρθουρ και την Ρουθ», συνέχισε, κοιτάζοντας προς το μέρος του καχεκτικού άντρα και της συζύγου του.
Η Ρουθ ήταν σαφώς πιο όμορφη από την μεγάλη της αδελφή, με μεγάλα, πράσινα μάτια και κοντά, μαύρα μαλλιά. Όμως, όπως κι ο άντρας της, ήταν κι αυτή καχεκτική – έμοιαζε σχεδόν υποσιτισμένη, ένα γεγονός που αφαιρούσε από πάνω της οποιοδήποτε όμορφο χαρακτηριστικό.
«Δεν τρώτε καλά, έτσι δεν είναι;» είπε χλευαστικά ο ξένος. «Φταίει το ότι ο Άρθουρ είναι ένα ρεμάλι που δεν μπορεί να βρει δουλειά και συνεπώς στέκεται στην ουρά του πτωχοκομείου για το καθημερινό συσσίτιο ή το γεγονός ότι η Ρουθ είναι βουλιμική; Τι φταίει, η νωθρότητα ή μια αρρωστημένη θέληση να φαίνεται ακόμα επιθυμητή η σύζυγος στα μάτια του άντρα της, μετά από δεκατρία χρόνια γάμου;»
Η Ρουθ βόγκηξε – οι συχνές επισκέψεις της στην τουαλέτα δεν αφορούσαν στομαχικές διαταραχές όπως ισχυριζόταν στον ανήσυχο σύζυγο της, αλλά μια ψυχαναγκαστική διαταραχή να βγάλει από μέσα της ότι είχε μόλις φάει. Ο Άρθουρ την κοίταξε τρομαγμένος.
«Τι σημαίνει αυτό καλή μου;» ρώτησε και για μια στιγμή – ήταν μόνο μια στιγμή, αλλά για την Ρουθ ήταν ένα ταξίδι στο παρελθόν, τότε που ο Άρθουρ Χέξλεϊ δεν έπαιρνε τα όλο λατρεία μάτια του από πάνω της – ήταν πάλι ο παλιός Άρθουρ, αυτός που είχε ζητήσει επίμονα το χέρι της από τον πατέρα της και είχε ξαπλώσει στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού της αρνούμενος να φύγει αν εκείνος δεν δεχόταν.
«Σημαίνει, Άρθουρ, ότι η Ρουθ προσπαθεί να ανάψει ξανά εκείνη τη σπίθα που έχει σβήσει εδώ και πολλά χρόνια, τότε που περνούσατε ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο γυμνοί στο κρεβάτι», εξήγησε ο Πίτερ. «Σημαίνει ότι η γυναίκα σου γνωρίζει ότι, κάθε φορά που λες ότι θα βγεις να ψάξεις για δουλειά, εσύ περνάς τον χρόνο σου με γυναίκες αμφιβόλου ηθικής, αν και δεν τολμά να το παραδεχτεί στον εαυτό της».
Ο Άρθουρ αναψοκοκκίνισε, έχασε τα λόγια του και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν.
«Δεν… δεν ξέρω πως σου ήρθε αυτή η ιδέα, αλλά… αλλά…»
Συνέχισε μια μικρή λιτανεία λέξεων, με την φωνή του να χαμηλώνει όλο και πιο πολύ ώστε κατέληξε ένας ακατανόητος ψίθυρος. Η Ρουθ βούρκωσε καθώς η πραγματικότητα της χτυπούσε αμείλικτα την πόρτα – οι σκέψεις που φώλιαζαν στα βάθη του μυαλού της και δεν τους επέτρεπε να ξεμυτίσουν, τώρα έκαναν ορμητικά την εμφάνιση τους.
«Είσαι ποταπός άνθρωπος, Άρθουρ», είπε στεγνά ο γέρος. «Δεν βλέπεις καν την προσπάθεια που κάνει η γυναίκα σου για σένα. Ξεγελάς τους γύρω σου για να σε λυπούνται για την φτώχεια σου, αλλά είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι έχεις ένα μικρό πουγκί γεμάτο λίρες μαζί με ένα σακίδιο έκτακτης φυγής, στην αποθηκούλα κάτω από την σκάλα του σπιτιού σας».
Και χαστούκι να του είχε δώσει, ο Άρθουρ δεν θα φαινόταν τόσο σοκαρισμένος όσο στο άκουσμα αυτών των λόγων. Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ήθελε να πει τόσα πολλά που τελικά οι λέξεις στάθηκαν στην άκρη του στόματος του, ανήμπορες να βρουν έναν τροπο να στοιχηθούν ώστε να βγάζουν νόημα.
Ο ξένος πλησίασε τα δύο παιδιά που κάθονταν δεξιά από την Ρουθ – ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι που κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια τον πατέρα τους.
«Θα άφηνες αυτά τα παιδιά απροστάτευτα, με μια μάνα που χάνει τα μυαλά της κάθε μέρα που περνά. Έχεις σκεφτεί ποτέ πως θα κατέληγαν; Θέλεις μήπως να σου πω πως θα καταλήξουν;»
Ο Άρθουρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του – η επίδειξη του γέρου στους Ντάουνχιλ ήταν κάτι παραπάνω από πειστική.
Ο Πίτερ χάιδεψε τα μαλλιά του αγοριού – το παιδί τον κοίταξε θαρραλέα και ο ξένος του χαμογέλασε.
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Τσαρλς, σωστά αγόρι μου;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησε ο μικρός, που βρισκόταν στα πρόθυρα της εφηβείας. Τα μάτια του ήταν μαύρα σαν κάρβουνα.
«Λοιπόν Τσαρλς, φαντάζομαι ότι θα χαρείς όταν μάθεις ότι σε περιμένει ένα λαμπρό μέλλον – πολλοί θα διαφωνήσουν με τις μελλοντικές σου πράξεις, αλλά εσύ θα ξέρεις μέσα σου ότι είσαι καλλιτέχνης, ένας πραγματικός αρτίστας που ο κόσμος δεν είναι ακόμα έτοιμος να κατανοήσει το έργο του», είπε πλέκοντας τα δάχτυλα του στα πυκνά μαλλιά του αγοριού.
Ο Τσαρλς τον κοίταξε απορημένος.
«Δοθείσης της ευκαιρίας, πως πήγε το πείραμα με την οικογενειακή γάτα;» ρώτησε ο ξένος και το παιδί άρχισε να τρέμει.
«Ποια γάτα; Τι εννοεί, Τσαρλς;» ρώτησε η Ρουθ, βρίσκοντας στα λόγια του γέρου το σκοινί που θα την έσερνε έξω από τον βούρκο των σκοτεινών σκέψεων της.
Το χαμόγελο του ξένου, αστραφτερό και όλο δόντια, μεγάλωσε.
«Ο Τσαρλς φαίνεται ότι άρχισε την καλλιτεχνική του καριέρα από μικρός», είπε.
Έσκυψε μπροστά στον μικρό και τον γράπωσε από τους ώμους του.
«Πες μου, πως ένιωσες; Όταν κατάλαβες ότι η γάτα θα ξεψυχούσε, όταν είδες τη ζωή της να σβήνει στο μοναδικό ανέπαφο μάτι της, όταν έβλεπες τα σωθικά της που εσύ είχες τραβήξει έξω από το σώμα της να κρυώνουν πάνω στο παγωμένο πάτωμα της σοφίτας σας; Δεν ένιωσες ισχυρός; Δεν ένιωσες ανίκητος, άρχοντας της ζωής και του θανάτου; Δεν ένιωσες… Θεός;»
Το αγόρι του ανταπέδωσε το βλέμμα, ψυχρό σαν τα μάτια του γέρου.
«Ναι», απάντησε μονολεκτικά.
Ο ξένος τον άφησε ικανοποιημένος.
«Σε περιμένει λαμπρό μέλλον», επανέλαβε κι αυτή τη φορά τα λόγια του δεν ήταν καθόλου αινιγματικά.
Είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα σε χιλιάδες μάτια – ήταν το βλέμμα του Κάιν, το βλέμμα του Ηρώδη, το βλέμμα εκατοντάδων δολοφόνων.
«Τι εννοεί, Τσαρλς; Τι εννοεί, Τσαρλς;» Η Ρουθ συνέχιζε να ρωτάει μηχανικά, με χαμηλή φωνή, σαν να μη μπορούσε να πιστέψει τα όσα είχε ακούσει.
Ο γέρος κοντοστάθηκε πάνω από την μικρότερη αδελφή του Τσαρλς. Το κοριτσάκι είχε τα ίδια μάτια με τον αδελφό της, αλλά δεν υπήρχε καμιά ψυχρότητα μέσα τους – μονάχα μια αθώα απορία για τα όσα έβλεπε.
«Κι εσύ Κλάρα», είπε ο ξένος, «εσύ που έκλαψες για την γάτα που χάθηκε και δεν μπορούσες να πεις σε κανέναν τι απέγινε, αν και ήξερες ότι έφταιγε ο αδελφός σου. Γιατί δεν είπες στην μητέρα σου τι είχε συμβεί; Ποιο είναι το μυστικό σου, Κλάρα;»
Το κοριτσάκι δεν απάντησε, αλλά τα μάγουλα του βάφτηκαν κόκκινα.
«Δεν θα μας το πεις; Καλώς», συνέχισε ο ηλικιωμένος άντρας. «Ας μας πει ο αδελφός σου».
Η Κλάρα κοίταξε τον Τσαρλς και έσμιξε τα φρύδια της, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να του δώσει να καταλάβει ότι δεν έπρεπε να βγάλει μιλιά. Εκείνος δεν πτοήθηκε.
«Της είπα ότι αν το έλεγε σε κανέναν, θα έλεγα κι εγώ στον πατέρα για τότε που είχε κλέψει εκείνο το ζαχαρωτό από το μαγαζί του κυρίου Άμπσολομ».
Ο Πίτερ έβαλε τα γέλια – ήταν γάργαρα, ειλικρινή. Α, η σημερινή μέρα ήταν περισσότερο διασκεδαστική απ’ ότι περίμενε!
«Κάθε ηλικία έχει τις αμαρτίες της», είπε κι έπειτα το βλέμμα του σκοτείνιασε καθώς κοιτούσε την κούνια δίπλα από την Κλάρα.
Ο ξένος έσκυψε από πάνω της, όπου το νεογέννητο μωρό του Άρθουρ και της Ρουθ Χέξλεϊ κοιμόταν, αδιάφορο για την αναστάτωση που είχε δημιουργηθεί. Ο γέρος το κοίταξε σκεπτικά.
«Δεν ήμουν εγώ εκείνος που σκότωσε τα πρωτότοκα τέκνα», ψιθύρισε χαμένος σε αναμνήσεις τόσο μακρινές, που είχαν γίνει πλέον μύθοι.
Η Ρουθ έκανε μια νευρική κίνηση προς το μέρος του για να προστατεύσει το μωρό, αλλά δεν χρειαζόταν – ο Πίτερ ανασηκώθηκε και κοίταξε την κούνια λυπημένα.
«Το στερνοπούλι σας θα σκοτωθεί», ανήγγειλε με πένθιμη φωνή. «Θα τον δείτε να γίνεται δεκαεπτά και μετά θα γίνει τροφή για τα κανόνια, στον μεγάλο πόλεμο που θα έρθει. Αλίμονο στους κατοικούντες στη γη».
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε η Ρουθ, νιώθοντας ότι δεν μπορούσε να αντέξει τίποτα άλλο – τα λόγια για το μωρό της ήταν η τελευταία μαχαιριά και δεν ήταν αναγκασμένη να κάθεται και να ακούει τα λόγια αυτού του τρελού, δεν ήταν αναγκασμένη να τον ανέχεται, δεν ήταν αναγκασμένη…
«Ναι, Ρουθ», είπε μειλίχια ο γέρος. «Είναι τόσο σίγουρο όσο και ότι ο ήλιος θα ανατείλει αύριο το πρωί. Αλλά δες το από την θετική του πλευρά: έχεις δεκαεπτά χρόνια για να το χαρείς», συνέχισε σαδιστικά.
Η Ρουθ σηκώθηκε από την καρέκλα της και πήρε αγκαλιά το μωρό της, που ξύπνησε κακόκεφο κι έβαλε τα κλάματα.
Ο ξένος απομακρύνθηκε ικανοποιημένος.
Βήματα ακούστηκαν από την σάλα και ο μπάτλερ έκανε την εμφάνιση του κρατώντας μια μεγάλη μποτίλια με κόκκινο κρασί. Υποκλίθηκε στον ξένο, αδιαφορώντας για τα μέλη της οικογένειας που κάθονταν στο τραπέζι ακίνητα, τρομαγμένα, παγιδευμένα σαν πρωταγωνιστές σε παραμύθι των αδελφών Γκριμ.
«Επιτέλους Γκαστόν, νόμιζα ότι το είχες σκάσει», είπε ειρωνικά ο Πίτερ. «Γέμισε όλα τα ποτήρια, μας έχει μείνει λίγος χρόνος ακόμα και θα ήθελα να κάνουμε όλοι μαζί μια πρόποση».
Ο μπάτλερ υπάκουσε και σύντομα όλα τα ποτήρια ήταν γεμάτα με το κόκκινο υγρό, που θύμιζε αίμα. Ο γέρος ήπιε μια γουλιά και πλατάγισε την γλώσσα του όλο ευχαρίστηση. Έπειτα ύψωσε το ποτήρι του εις υγείαν της νεαρής κοπέλας που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού. Εκείνη ανταποκρίθηκε διστακτικά.
Ο γέρος την πλησίασε, υποκλίθηκε μπροστά της και της φίλησε το χέρι.
«Η καρδιά μου πάντα σκιρτούσε στην θέα μιας πανέμορφης δεσποινίδος», είπε, «και αν ήμουν πιο νέος θα σκιρτούσαν και άλλα μέλη του σώματος μου για τα κάλλη σας».
Η κοπέλα κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Ο ξένος έπιασε το σαγόνι της και ανασήκωσε το πρόσωπο της – τα μάτια της ήταν πράσινα σαν σμαράγδια.
«Τι σκέφτεσαι, Έμμα, τις περισσότερες ώρες της ημέρας;» ρώτησε. «Γιατί είσαι ακόμα ανύπαντρη στα δεκαεννέα σου; Γιατί δεν έχεις γνωρίσει ακόμα τον σαρκικό έρωτα, όπως οι αδελφές σου; Τι σκέφτεσαι, Έμμα, τις μικρές ώρες της νύχτας, τότε που τα ιδρωμένα χέρια σου ακουμπάνε εκείνο το σημείο ανάμεσα στα σκέλια σου που για χάρη του έπεσε μια ολόκληρη Τροία;»
«Αρκετά!» γρύλισε η γηραιά κυρία στην κεφαλή του τραπεζιού, η οποία δεν είχε μιλήσει έως τώρα.
Το βλέμμα της ήταν ψυχρό, υπολογιστικό – είχε γείρει πάνω από το τραπέζι και η στάση του σώματος της θύμιζε αρπακτικό.
«Εισέβαλλες εδώ μέσα και άρχισες να προσβάλλεις την οικογένεια μου. Είσαι ένα χυδαίο πλάσμα. Δεν ξέρω ποια κόλαση σε ξέρασε, αλλά καλά θα έκανες να φύγεις από το σπίτι μου, προτού καλέσω την αστυνομία. Αρκετά σε ανεχτήκαμε», είπε με περισσότερη αποφασιστικότητα απ’ όση είχαν επιστρατεύσει τα αρσενικά μέλη της οικογένειας.
Ο ξένος στράφηκε προς το μέρος της αργά.
«Έντνα!» είπε με φιλικό ύφος που δεν έπεισε κανέναν. «Βρίσκω την αντίδραση σου κάπως υπερβολική – και λίγο αργοπορημένη. Βέβαια, στην ηλικία σου μάλλον ισχύει το ‘κάλλιο αργά παρά ποτέ’, φαντάζομαι».
«Δεν ξέρω ποιος σε έχει βάλει και ποιος είναι ο σκοπός σου, αλλά το παιχνίδι σου παρατράβηξε», είπε επιβλητικά η Έντνα, η φοβερή και τρομερή μητέρα της Μάργκαρετ, της Ρουθ και της Έμμα.
Ήταν εξήντα πέντε χρονών, είχε θάψει ήδη έναν σύζυγο και απείχε παρασάγγας από αυτό που θα όριζε κάποιος ως ‘η γλυκιά γιαγιά της οικογένειας’. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, σκεπασμένα με ένα μαύρο, δαντελωτό σκουφάκι. Τα φρύδια της ήταν σμιχτά, δίνοντας στο πρόσωπο της μια αίσθηση κακίας που μπορούσε να συναγωνιστεί την έκφραση του ξένου όταν αποκάλυπτε τα μυστικά των άλλων. Ήταν μια σκληρή και άκαρδη γυναίκα, φτιαγμένη να επιβιώνει σε έναν κόσμο ανδρών – ήταν αναίσθητη στις κακουχίες των άλλων, υπολογιστική και τετραπέρατη, αντιμετωπίζοντας συνεχώς δυσκολίες και εμπόδια και έχοντας παράλληλα να ανεχτεί την περιφρόνηση του μακαρίτη του άντρα της που δεν είχε καταφέρει να του προσφέρει έναν γιο. Με τις ίδιες διδαχές και την ίδια σιδηρά πειθαρχία είχε προσπαθήσει να αναθρέψει τις τρεις κόρες που της είχε χαρίσει η μοίρα, αλλά όπως αποδεικνυόταν μετά τα σημερινά περιστατικά, ήταν όλες τους – και οι αναθεματισμένοι οι άντρες τους – κατώτερες των περιστάσεων.
«Ο Όσκαρ στέλνει τα χαιρετίσματα του», είπε αναπάντεχα ο ξένος και, αν η Έντνα θορυβήθηκε από αυτό που άκουσε, δεν το έδειξε. Εδώ ήταν το σπίτι της και έκανε αυτή κουμάντο.
«Ο Όσκαρ έχει αναπαυθεί εδώ και τρία χρόνια, ο Θεός να τον συγχωρεί», είπε η Έντνα. «Ακόμα κι όταν ζούσε δεν έστελνε χαιρετίσματα, οπότε υποθέτω ότι δεν έχει λόγο να το κάνει τώρα».
«Κι όμως», απάντησε ο Πίτερ. «Μου είπε να σου μεταφέρω προσωπικά τους χαιρετισμούς του και ότι σε περιμένει σύντομα». Μια διαβολική λάμψη άστραψε στα μάτια του καθώς διέκρινε μια αμυδρή νευρικότητα στην Έντνα.
«Σε βλέπω ανήσυχη», πρόσθεσε. «Παίζει ρόλο μήπως το γεγονός ότι δηλητηρίασες τον άντρα σου, Έντνα;»
Εκκωφαντική σιωπή διαδέχτηκε τα λόγια του. Κάθε λέξη του ξένου ήταν ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της οικογενειακής γαλήνης που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με νύχια και με δόντια όλα αυτά τα χρόνια οι Χάμερσμιθ. Η Έντνα είχε χλωμιάσει.
«Πως… πως τολμάς;» είπε με τσιριχτή φωνή. «Έρχεσαι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και με κατηγορείς ότι είμαι υπεύθυνη για τον θάνατο του άντρα μου;»
«Ναι», είπε απλά ο ξένος και αυτή του η μονολεκτική απάντηση έκανε ακόμα πιο έξαλλη την γιαγιά Χάμερσμιθ.
Ο Πίτερ στράφηκε προς την ηλικιωμένη κυρία που καθόταν δίπλα στην Έντνα και που όλη αυτή την ώρα προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητη, ευχόμενη να άνοιγε η γη και να την κατάπινε.
«Γερτρούδη, έχεις να πεις κάτι;» της απηύθυνε τον λόγο ο γέρος. «Η αδελφή σου δεν φαίνεται να θυμάται καλά τα γεγονότα, οπότε ίσως να μπορούσες να της υπενθυμίσεις εκείνο το μπουκαλάκι με το λάβδανο που της είχες χαρίσει;»
Η Γερτρούδη, δυο χρόνια μικρότερη της Έντνα και με το μισό ταμπεραμέντο από την αδελφή της, δεν απάντησε. Έπαιζε νευρικά με το κουτάλι της, τσαλαβουτώντας το μέσα στην κρύα πια σούπα.
«Συνένοχος σε έγκλημα», είπε κατηγορηματικά ο ξένος και κοίταξε τις δυο ηλικιωμένες γυναίκες με απέχθεια. «Σκοτώσατε τον Όσκαρ Χάμερσμιθ, τον τελευταίο απόγονο της οικογένειας αυτής με σκοπό να μοιράσετε την περιουσία του. Δωροδοκήσατε τον ιατροδικαστή για να δηλώσει ότι ο θάνατος του οφειλόταν σε φυσικά αίτια, αν και ο Όσκαρ ήταν γερός σαν ταύρος για την ηλικία του. Εσύ, Έντνα, θα κατηγορήσεις εμένα για χυδαιότητα; Το σπίτι σου ζέχνει από τα βρωμερά μυστικά της οικογένειας σου, ζέχνει σαν τάφος κι εσύ νομίζεις ότι αν τον γεμίσεις με χώμα η μυρωδιά θα εξαφανιστεί. Εσύ!» είπε κι έδειξε τον αμίλητο ηλικιωμένο άντρα που καθόταν δίπλα στην Γερτρούδη, τον μοναδικό στον οποίο δεν είχε απευθυνθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ο άντρας τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Εγώ δεν…» μουρμούρισε, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί χωρίς να ξέρει για τι πράγμα τον κατηγορούσαν.
«Ποιο είναι το δικό σου μυστικό, Χένρυ; Έζησες μια καλή ζωή στο πλευρό της Γερτρούδης. Είστε σαράντα χρόνια παντρεμένοι. Ξέρεις τα πάντα για τη γυναίκα σου και την αδελφή της. Με τον Όσκαρ πηγαίνατε για κυνήγι κάθε Νοέμβρη. Κι όμως, παρόλα αυτά, δεν είπες ποτέ την αλήθεια για τον θάνατο του. Ίσως επειδή ήσουν πολύ απασχολημένος με το να πασπατεύεις την Μόλυ, εκείνο το καθυστερημένο κορίτσι που έχει για υπηρέτρια η Έντνα», είπε αγέλαστος ο ξένος.
Τα μάτια του είχαν μετατραπεί πάλι σε μια άβυσσο σκότους.
«Τι της τάζεις κάθε φορά, Χένρυ, για να σου ανοίξει τα πόδια της; Κάποιο μπιχλιμπίδι μηδαμινής αξίας; Ένα καθρεφτάκι; Ένα ευτελές κόσμημα για τον λαιμό ίσως;»
Ο γέρος άντρας που είχε συστηθεί ως Πίτερ, ο περιπατητής, ο ταξιδιώτης, ο Ξένος σε αυτό το σπίτι και αυτόν τον κόσμο, απομακρύνθηκε από το τραπέζι όπου οκτώ ενήλικες και έξι παιδιά κοιτούσαν αμίλητοι τα πιάτα τους, πολύ ντροπιασμένοι για να κοιτάξουν οπουδήποτε αλλού. Με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του, η Μόλυ εμφανίστηκε από την σάλα και του προσέφερε το καπέλο του. Ο ξένος το φόρεσε και πήρε το μπαστούνι του που είχε αφημένο στην πολυθρόνα όπου είχε καθίσει νωρίτερα. Η ασημένια λαβή άστραψε πάλι στο φως του πολυέλαιου και ο μικρός Τσαρλς είδε ότι είχε το σχήμα μιας νεκροκεφαλής. Ο γέρος πήρε μια βαθιά ανάσα και τα μάτια του πήραν πάλι το συνηθισμένο, γαλάζιο τους χρώμα.
«Σας εύχομαι να έχετε μια καλή χρονιά», είπε ευχάριστα. Κανείς δεν απάντησε.
Ο άντρας κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, με την Μόλυ να τρέχει από πίσω του. Του άνοιξε την πόρτα και μια ορμητική ριπή του ανέμου έφερε μερικές χιονονιφάδες μέσα.
«Σε ευχαριστώ», είπε ευγενικά αυτός.
«Γιατί;» ρώτησε η Μόλυ.
Ήταν μια απλή ερώτηση, μονολεκτική, αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερες λέξεις για να εκφράσει την απορία της.
«Γιατί μπορούσα», απάντησε ο άντρας και της χαμογέλασε για μια τελευταία φορά δείχνοντας τα κατάλευκα – και μυτερά– δόντια του.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του και ο Διάβολος ατένισε το χιονισμένο Λονδίνο που απλωνόταν βρώμικο και στολισμένο μπροστά του. Έπειτα κατηφόρισε τον δρόμο σφυρίζοντας χαρούμενα.