
Ένα από τα πιο ιντριγκαδόρικα και ενδιαφέροντα μοτίβα στη λογοτεχνία είναι και αυτό της «ιστορίας μέσα στην ιστορία», το οποίο όμως απαιτεί προσεκτικό συγγραφικό χειρισμό και –μοιραία– γεννά και περισσότερες προσδοκίες στον αναγνώστη. Το Η γυναίκα στη βιβλιοθήκη της Surali Gentill είναι ένα τέτοιο βιβλίο∙ το αν καταφέρνει τα υπόλοιπα, αυτό θα κριθεί στην τελευταία του σελίδα.
Βρισκόμαστε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βοστόνης. Η συνηθισμένη ησυχία που επικρατεί στις αίθουσές της διαταράσσεται ξαφνικά από μια γυναικεία κραυγή γεμάτη τρόμο, που αναστατώνει όλους όσοι την ακούνε. Οι φύλακες αναλαμβάνουν αμέσως δράση, ζητώντας από τους επισκέπτες να παραμείνουν στις θέσεις τους μέχρι να ελέγξουν τι γίνεται, ώσπου λίγη ώρα αργότερα τους ανακοινώνουν πως επρόκειτο για «λάθος συναγερμό» και πως όλα είναι καλά.
Η συγγραφέας Γουίνιφρεντ Κινκάιντ συχνάζει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, ενώ προσπαθεί να γράψει το επόμενο βιβλίο της. Λίγο πριν ακούσει την κραυγή της γυναίκας, παρατηρεί τους άλλους τρεις ανθρώπους που κάθονται γύρω της: μια νεαρή κοπέλα που διαβάζει Φρόυντ, έναν νεαρό καλοντυμένο άντρα που διαβάζει κάποιον εγκυκλοπαιδικό τόμο κι έναν ακόμα άντρα που πληκτρολογεί στο λάπτοπ του. Στο μυαλό της, ήδη σχηματίζει σενάρια για το ποιοι μπορεί να είναι και γιατί βρίσκονται στη βιβλιοθήκη. Όμως η περιβόητη κραυγή θα κάνει και τους τέσσερις να αφήσουν τις μοναχικές δραστηριότητές τους και να ανοίξουν κουβέντα μεταξύ τους. Και όσο περνάνε οι ώρες και οι μέρες, μια ιδιαίτερη σχέση φαίνεται να αναπτύσσεται ανάμεσά τους, με κοινό παρονομαστή το έγκλημα που έλαβε χώρα στη βιβλιοθήκη. Μόνο που κάποιος από αυτούς δεν είναι ειλικρινής. Κάποιος από αυτούς κρύβει σκοτεινά μυστικά και έχει ιδιαίτερο λόγο που βρίσκεται εκεί. Κάποιος από αυτούς είναι ο δολοφόνος της γυναίκας στη βιβλιοθήκη.
Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου της συγγραφέως Χάνα Τάιγκοτ, κάθε κεφάλαιο της οποίας σχολιάζει ο Λίο, φανατικός αναγνώστης και αυτόκλητος(;) beta reader της. Εκτός από τις επιδοκιμασίες και τον ενθουσιασμό του, ο Λίο εκφράζει και τις αντιρρήσεις, τις απορίες και τους προβληματισμούς του, ενώ δεν διστάζει να κάνει και υποδείξεις για την καλύτερη εξέλιξη της υπόθεσης. Ποια είναι, όμως, τα όρια της ελευθερίας που μπορεί να πάρει κάποιος σχετικά με έναν άλλον άνθρωπο και πότε αρχίζει η παρενόχληση; Πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα, πού τελειώνει η φαντασία και ξεκινά η πραγματικότητα, πότε μια «αθώα» διαδικασία μετατρέπεται σε θανάσιμο κίνδυνο;
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι ένα κλασικό whodunit αστυνομικό, με τη μία από τις δύο κεντρικές ηρωίδες να αφηγείται την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο. Αυτή είναι η μέθοδος «γραφής» της Χάνα –το λεγόμενο P(oint)O(f)V(iew)– και πάνω σ’ αυτό στηρίζονται οι επεμβάσεις του Λίο –επίσης γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο– μετά από κάθε κεφάλαιο. Και αυτή είναι η τεχνική της Gentill: μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία, το λεγόμενο «βιβλίο μέσα στο βιβλίο». Αυτή η τεχνική «απαιτεί» από τον αναγνώστη και περισσότερη προσοχή, αφοσίωση και εστίαση, ώστε να μη χάσει πουθενά το νήμα της ιστορίας ή τα πιθανά στοιχεία που θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου και την αποκάλυψη του δολοφόνου. Ο ρυθμός της αφήγησης, βέβαια, εδώ είναι σχετικά επίπεδος και αργός, χωρίς δραματικές εντάσεις, επομένως οι εναλλαγές ανάμεσα στις δύο ιστορίες ίσως προσφέρουν ένα έξτρα ενδιαφέρον στην ανάγνωση.
Ιδιαίτερη προσοχή έχει επιδείξει η συγγραφέας στο χτίσιμο των χαρακτήρων της – ευτυχώς, θα μπορούσε να πει κάποιος, μιας κι αυτό δίνει ζωντάνια στο κείμενο. Αυτό δεν σημαίνει πως οι ίδιοι είναι οι πιο ενδιαφέροντες ή συμπαθητικοί ήρωες που θα συναντήσει κανείς σε ένα βιβλίο, όμως αποτελεί μια κάποια πρόκληση το να ανακαλύπτεις σιγά-σιγά τον ψυχισμό τους, τα μυστικά και τις κρυφές σκέψεις τους. Καθένας τους έχει μια προσωπική ιστορία, κρυμμένους σκελετούς στην ντουλάπα του, τα δικά του κίνητρα για τις πράξεις του και τα δικά του σχέδια για το μέλλον. Ο απροσδόκητος φόνος στη βιβλιοθήκη θα τους φέρει κοντά, θα μπλέξει τις ζωές τους με τρόπο αναπάντεχο, θα δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο δεσμό ανάμεσά τους. Όμως ο δεσμός αυτός κινδυνεύει να διαρραγεί ανά πάσα στιγμή, μιας και η εμπιστοσύνη είναι επίπλαστη. Πόσο μπορούν να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον, όταν κάθε νέα εξέλιξη ανατρέπει τα δεδομένα και δεν υπάρχει ειλικρίνεια απ’ όλους προς όλους;
Όσο για τον Λίο, διεκδικεί κι αυτός τον δικό του χώρο στις σελίδες∙ και τον καταλαμβάνει. Αν και αρχικά ίσως μοιάζει ο ιδανικός αναγνώστης που κάθε συγγραφέας θα ήθελε να έχει, ενθουσιώδης και εκθειαστικός, όσο προχωρούν τα κεφάλαια ξεδιπλώνει έναν εαυτό που απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ευχάριστος. Οι ελευθερίες που παίρνει, οι πράξεις του που ξεπερνούν τα όρια, η αμετροέπειά του, σταδιακά φανερώνουν έναν άνθρωπο εμμονικό, επίμονα ενοχλητικό, δυνητικά επικίνδυνο. Ποιος είναι τελικά ο ρόλος του στην πλοκή; Και μέχρι πού θα έπρεπε να φτάνουν τα όρια όλων των «Λίο» που κυκλοφορούν εκεί έξω; Στο πρόσωπό του, η Gentill σκιαγραφεί μια διαφορετική πλευρά της ζωής ενός συγγραφέα, πιο σκοτεινή και ενοχλητική, που απέχει πολύ από τον υγιή θαυμασμό, τα αποθεωτικά σχόλια για τη δουλειά ενός συγγραφέα και τη γνήσια χαρά για κάθε νέα κυκλοφορία ενός βιβλίο του. Μια εικόνα που φαντάζει ίσως ακραία, όμως δυστυχώς είναι υπαρκτή.
Η γυναίκα στη βιβλιοθήκη σίγουρα δεν είναι ένα βιβλίο που κόβει την ανάσα, γεμάτο από την ένταση και τον παλμό που συνηθίζει κανείς να βρίσκει σε ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, και το τέλος του αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα στον αναγνώστη. Αποτελεί όμως μια καλή επιλογή για χαλαρή ανάγνωση, καθώς και μια εναλλακτική ματιά στον κόσμο της συγγραφής, προκαλώντας μας να δούμε πέρα από τη ρομαντική εικόνα του και να εξερευνήσουμε και τις λιγότερο ιδανικές πτυχές του.
Βρείτε το βιβλίο εδώ: https://www.dioptra.gr/vivlia/astinomika-vivlia/i-gunaika-sti-bibliothiki