Θα την πω την αμαρτία μου: έχω αρχίσει να κουράζομαι με τις ταινίες της Marvel, είναι όλες τους το ίδιο προβλέψιμα πολύ καλές.
Επιγραμματικά η πλοκή: τα λέσια του διαστήματος που αγαπήσαμε στην πρώτη ταινία εξαργυρώνουν τη σωτηρία του Σύμπαντος ως μισθοφόροι, ενώ ταυτόχρονα καυγαδίζουν μεταξύ τους, αλληλοϋπονομεύονται και σαμποτάρουν ο ένας τον άλλο τόσο πολύ, που κάνουν ακόμα και τους Fantastic Four των Lee/Kirby να μοιάζουν με μια αγαπημένη οικογένεια – υπερομάδα.
Είναι βέβαια όλοι τους οι αξιαγάπητοι χαρακτήρες της πρώτης ταινίας: ο Rocket Racoon και ο Star Lord κοντράρονται, η Nebula και η Gamora το ίδιο, ο Drax είναι ο Drax.
Έτσι καταφέρνουν να τους καταδιώκει ένας ολόκληρος πλανήτης και, σαν να μην έφτανε αυτό, στο κατόπι τους στέλνουν τον Yandu και το πλήρωμά του. Αν και πολλοί από αυτούς είναι δυσαρεστημένοι με το πόσο μαλακός είναι ο καπετάνιος τους απέναντι στον Star Lord.
Α, ναι, και μεταξύ Star Lord και Gamora υπάρχει ένα φλερτ που παραμένει ανείπωτο. Όπως στο Cheers.
Kαι πάνω που λες ότι μαζεύονται πολλές δυσλειτουργικές σχέσεις για μία ταινία με υπερήρωες, συναντούν επιτέλους τον πατέρα του Star Lord και η ταινία αρχίζει να γίνεται εντελώς “Οικογενειακές Ιστορίες”.
Η ταινία ξεκινάει λίγο αργά, χτίζοντας για το πρώτο μισό την πλοκή.
Δεν είχα παράπονο, τα αστεία είναι πολλά – περισσότερα από το συνηθισμένο για ταινίες του Marvel Universe, θα έλεγα στα επίπεδα του Deadpool – οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί και αξιομνημόνευτοι, υπάρχουν δυνατές σκηνές δράσης, υπάρχουν δεκάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’80 που κλείνουν το μάτι στους θεατές, ενώ ο Kurt Russel δίνει ρέστα στο ρόλο του Ego the Living Planet.
Στο δεύτερο μισό όμως η ταινία παίρνει τα πάνω της.
Η πλοκή δένει οργανικά μεταξύ τους όλα τα νήματα που ξεκίνησαν στο πρώτο μέρος, με όλα (σχεδόν) τα κομμάτια να μπαίνουν στη θέση τους για το ατελείωτο μπαμ μπουμ της τρίτης πράξης. Εδώ, αναμενόμενα, έχουμε μερικά εντυπωσιακά σκηνικά, ανατροπές, εκρήξεις, μερικά ωραία Easter Eggs και προβλέψιμη μεν, ικανοποιητική δε ανάπτυξη χαρακτήρων.
Συνολικά η ταινία δεν ξεφεύγει ούτε από τα όσα έκανε το πρώτο “Guardians of the Galaxy” ούτε από τη “συνταγή” του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel. Δε φαντάζομαι όμως κάποιος να περίμενε κάτι διαφορετικό.
Είναι όμως ψυχαγωγική μέχρι το τέλος της, εκμεταλλεύεται πολύ έξυπνα ένα άγνωστο στο ευρύ κοινό κομμάτι του σύμπαντος της Marvel, το κοσμικό σκέλος της (δηλαδή εσείς πόσες ταινίες έχετε δει που ένας πλανήτης είναι χαρακτήρας;!), σε κάνει να γελάς, να συγκινείσαι, να αγωνιάς και να ζητωκραυγάζεις στα σωστά σημεία. Δε νομίζω ότι ο θεατής θα φύγει δυσαρεστημένος από το σινεμά – εκτός κι αν περίμενες από την ταινία να κάνει την υπέρβαση, μόνο που ο πήχυς είναι πια πολύ ψηλά.
Εκεί που θεωρώ ότι η ταινία κλέβει την παράσταση σε σχέση με όλο το υπόλοιπο κινηματογραφικό σύμπαν της Μάρβελ είναι στους τίτλους τέλους. Όχι μόνο έχει πέντε σκηνές κατά την διάρκειά τους, όχι μόνο σου κάνει tease έναν χαρακτήρα που ΘΕΛΑΜΕ (ή τουλάχιστον εγώ ήθελα) να δούμε στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel, αλλά σου πετάει τόσα πολλά inside jokes εμβόλιμα, τα οποία αξίζει να κάτσει κανείς να τα δει μέχρι τέλους.
We. Are. Groot.
[…] καστ είναι εξαιρετικό, με τον Dave Bautista (Drax από Guardians of the galaxy) να περιβάλλεται από μία σειρά από λιγότερο γνωστούς […]