Αυτό που θα διαβάσεις είναι μια ιστορία διαφορετική απ’ ό,τι έχω γράψει ως τώρα. Δεν ξέρω αν «με» έχεις διαβάσει ή όχι, όμως πρέπει να σου πω ότι πάντοτε εμπνέομαι απ’ τη ζωή για τα έργα μου. Ένα ψήγμα εδώ, ένα άλλο εκεί, ενωμένα με την κόλλα της φαντασίας. Τούτη εδώ η ιστορία είναι διαφορετική, γιατί δεν έχει κόλλα. Δεν υπάρχει φαντασία. Είναι η αλήθεια, ακριβώς όπως συνέβη. Και νιώθω την ανάγκη τώρα, αυτή τη στιγμή, να τη μοιραστώ μαζί σου, με όποιον διαβάζει αυτή τη στιγμή, γιατί πιστεύω πως μπορεί να μην είναι μονάχα δική μου. Μπορεί να είναι και δική σου. Ίσως με άλλα κεφάλαια και πρωταγωνιστές, όμως δική σου στον πυρήνα της.
Ξεκινάω να γράφω χωρίς ακόμη να έχω αποφασίσει το σκηνικό της ιστορίας μου. Είμαστε πολλοί μαζί, καθισμένοι σ’ έναν κύκλο, σε μια απ’ αυτές τις συναντήσεις που βλέπουμε κυρίως σε Αμερικάνικες σειρές και ταινίες, κι είναι σειρά μου να μιλήσω; Άλλωστε τα τελευταία χρόνια υπήρξαν δύσκολα για όλους μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, Πολλή πίεση, πολλή απομόνωση, πολλή δυστυχία και τόσο λίγα άλλα. Όλοι έχουμε πολλά να μοιραστούμε, πολλούς δαίμονες να ξορκίσουμε. Ή, μήπως, είμαι καθισμένος σε μια καφετέρια και μιλάω σε κάποιο φίλο που είχα καιρό να δω; Ίσως, τελικά, το σκηνικό δεν έχει και τόση σημασία όσο η ίδια η πράξη.
Ζούμε σε μια περίοδο αλλαγής. Στερεότυπα σπάνε, κατεστημένα λυγίζουν, θέματα ταμπού απενοχοποιούνται και συζητιούνται ανοιχτά. Κι όμως πολλά είναι ακόμα αυτά που παραμένουν μυστικά, πίσω από κλειστές πόρτες, μέσα σε ανθρώπους που αισθάνονται υπερβολική ντροπή για να μιλήσουν. Ένα από αυτά είναι κι εκείνο για το οποίο θέλω να σας μιλήσω σήμερα. Να, ορίστε, το σκηνικό επιλέχθηκε από μόνο του. Είναι πιο εύκολο έτσι, να μπούμε κατευθείαν στο ζουμί.
Σηκώνομαι όρθιος.
Γεια σας. Είμαι ο Γιώργος Αγγελίδης και πάσχω από αγχώδη κατάθλιψη ή αλλιώς ΓΑΔ (Γενική Διαταραχή Άγχους).
Θα μου πεις, τι σε νοιάζει;
Αν δε σε νοιάζει ειλικρινά χαίρομαι πολύ και δεν το λέω με κανένα ίχνος ειρωνείας ή σαρκασμού. Σημαίνει ότι είσαι καλά. Όπως ήμουν κι εγώ. Και τότε αδυνατούσα παντελώς να καταλάβω πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Γιατί κάποιος μπορεί ξάφνου να χρειάζεται τη βοήθεια ενός ειδικού για να συζητήσει θέματα που θα μπορούσε κάλλιστα να κουβεντιάσει με τους φίλους του; Για φαρμακευτικές αγωγές, ούτε λόγος. Τώρα, καλώς ή κακώς, καταλαβαίνω, κι έχω πει τις συγγνώμες μου εκεί που τις χρωστούσα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή. Και ποια είναι αυτή; Εύλογο ερώτημα. Πότε άρχισε το καλά οργανωμένο μου μυαλό να μπλέκεται σ’ ένα ολοένα και πιο μπερδεμένο κουβάρι; Ήταν το καλοκαίρι πριν την τρίτη λυκείου όταν η μητέρα μου έπαθε εγκεφαλικό και παραλίγο να τη χάσω; Σίγουρα εκείνη τη χρονιά βίωσα την πρώτη κρίση πανικού, σαν ένα ταξίδι του νου, που μου «χάρισε» μια υποψία του τι σημαίνει θάνατος κι ανυπαρξία. Και τρόμαξα, ω, τρόμαξα πολύ. Όμως η μητέρα μου έγινε καλά και η ρωγμή έμοιαζε να έχει επουλωθεί. Μα δεν έκλεισε. Κι άνοιξε πάλι τον Ιούλιο του 2018 που η γιαγιά μου διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ. Και μεγάλωσε ακόμα παραπάνω τον Ιανουάριο του 2019 που έχασα τον παππού μου, θαρρείς σε μια στιγμή, αφού δεν άντεξε να παρακολουθεί τη φθορά της γυναίκας του κι έχασε τη θέληση για ζωή. Ναι, ξέρεις για ποιον παππού λέω, τον έχω μνημονεύσει πολλές φορές άλλωστε ως τον άνθρωπο που μου χάρισε το γονίδιο ή το μικρόβιο της συγγραφής, ή και τα δύο.
Όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να ανακαλέσω πολλά από εκείνη την περίοδο. Ίσως ήμουν μικρός. Ίσως δεν καταλάβαινα. Ίσως δεν ήθελα να παρακολουθώ τη φθορά δυο τόσο αγαπημένων μου προσώπων. Τα πράγματα έγιναν τόσο γρήγορα που σχεδόν δεν το κατάλαβα. Ο παππούς ήταν στο νοσοκομείο. Μετά είχε φύγει. Ακόμη θυμάμαι το ατάραχο πρόσωπο του γιατρού που μας είχε ανακοινώσει τα νέα. Μας είχαν καλέσει νωρίτερα. Είχαμε πάει στο νοσοκομείο. Έβρεχε. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Οι γυναίκες που πρόσεχαν τους ασθενείς στον όροφο -πριν μεταφερθεί ο παππούς στην εντατική- μας είπαν να μη μπούμε. Να μην τον δούμε έτσι. Όμως εγώ μπήκα. Δε θα περιγράψω το σκηνικό. Θα πω μόνο ότι έσκυψα στο αυτί του και τον ευχαρίστησα. Και του είπα ό,τι ως τότε δεν είχα τολμήσει.
Τις βδομάδες πριν το θάνατο του παππού, όσο η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο εγώ έμενα με τη γιαγιά στο σπίτι. Δεν μπορούσε να μείνει μόνη της. Η κατάστασή της επιδεινωνόταν γρήγορα. Μετά την κηδεία, όταν βρήκαμε μια γυναίκα να μένει με τη γιαγιά, πήγαινα και την επισκεπτόμουν μονάχα τα Σάββατα, όταν ήταν εκεί η μαμά. Δεν άντεχα να βλέπω αυτόν τον τόσο έξυπνο, όλο ζωή άνθρωπο, να χάνεται σταδιακά. Να ξεσπάει. Να μην μπορεί να αποδεχθεί την κατάστασή της. Πώς μπορούσε, άλλωστε; Ποιος θα μπορούσε;
Εγώ συνέχιζα τη ζωή μου. Ένα μεταπτυχιακό που δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες μου, γιατί ο παππούς μου είχε πληρώσει τα δίδακτρα. Ήταν το τελευταίο του δώρο. Δε θα το χαράμιζα. Έπιασα και πάλι δουλειά. Ήρθε το καλοκαίρι. Για πρώτη φορά δεν απόλαυσα τις διακοπές μου. Μετρούσα διαρκώς αντίστροφα τις μέρες, γιατί πίσω στην Αθήνα με περίμενε μια δουλειά που με άγχωνε. Που δεν ήθελα να συνεχίσω – όχι η ίδια η δουλειά, δηλαδή, μα τα επιπλέον καθήκοντα που θα έπρεπε να αναλάβω όσο θα έλειπαν τα αφεντικά. Πάντοτε ήμουν αγχώδης, πάντα είχα πρόγραμμα. Όμως ήλεγχα το άγχος μου, ήμουν κύριος του προγράμματός μου.
Το ίδιο καλοκαίρι έγραψα ένα σενάριο τρόμου (περίεργη επιλογή είδους θα σκεφτείς, αν και ίσως η ιδανικότερη), εμπνευσμένο απ’ την εμπειρία μου με τις τελευταίες βδομάδες της ζωής του παππού μου. Πάντοτε η συγγραφή ήταν η ψυχοθεραπεία μου. Νόμιζα πως το είχα βγάλει από μέσα μου, λοιπόν. Παρότι με συγκλόνισε. Δε θα πω ψέματα. Πάντοτε γνώριζα για το θάνατο, μα ποτέ δεν τον είχα βιώσει. Δεν είχα μακρινές θείες και συγγενείς που να γνώριζα προσωπικά ώστε να έχω εξοικειωθεί σταδιακά με την πραγματικότητα της ιδέας. Με τη μονιμότητά της. Οπότε όταν συνέβη, απλώς με έπιασε απροετοίμαστο.
Γύρισα στην Αθήνα. Παραιτήθηκα απ’ τη δουλειά. Τσάμπα το άγχος. Τσάμπα το σκεφτόμουν όλο το καλοκαίρι. Λίγες βδομάδες αργότερα βρήκα νέα δουλειά, που επίσης με άγχωνε, με ίσως όχι τις ιδανικότερες συνθήκες, μα όλες οι δουλειές αγχωτικές δεν είναι; Όλα τα αφεντικά δεν ενδιαφέρονται πρώτα απ’ όλα για το κέρδος τους; Μην είμαι άπληστος. Πήγα κι ένα ταξίδι στο εξωτερικό μ’ αυτά τα χρήματα. Κι ύστερα έφυγε η μητέρα μου. Το ήξερα, ήταν προγραμματισμένο. Θα πήγαινε να δουλέψει στη Μυτιλήνη. Ήμουν περήφανος για εκείνη. Όμως είχα μεγαλώσει μαζί της. Ό,τι είχα σταθερό σε όλη μου τη ζωή αποσταθεροποιούνταν.
Το έριξα, λοιπόν, στη δουλειά. Ω, αν δούλευα λέει. Απ’ την ώρα που σηκωνόμουν μέχρι την ώρα που κοιμόμουν. Είχα θέσει κάποιους στόχους. Να μαζέψω χρήματα. Να κάνω μια καβάτζα. Μετά θα έγραφα, ναι. Του χρόνου. Και θα καθόμουν το Σαββατοκύριακο. Ή ίσως το επόμενο. Ή το επόμενο. Και τότε ήρθε η πρώτη καραντίνα. Δε θα πω ψέματα. Ήταν υπέροχα. Δούλευα, το βράδυ έβλεπα σειρές, και πάλι απ’ την αρχή. Και πάντοτε έχοντας στο μυαλό μου ότι με τη νέα χρόνια θα άρχιζα πάλι το γράψιμο.
Ύστερα το καλοκαίρι. Κι ήδη μπορούσα να καταλάβω πως κάτι είχε αλλάξει. Πάλι ήμουν αγχωμένος στις διακοπές. Τόσο που μερικές φορές δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Είχα βρει κι εγώ στιγμή να αποφασίσω να κόψω και το κάπνισμα μαχαίρι. Είχα πάθει εμμονή να περνάω κάθε στιγμή με τους δικούς μου, ούτε που διάβαζα βιβλίο στη θάλασσα (απ’ τις αγαπημένες μου συνήθειες) αν οι υπόλοιποι δεν έκαναν κάτι άλλο. Πόσα σταυρόλεξα ανάγκασα τη μαμά να λύσουμε. Πόσο Fitzek διάβασε για να διαβάσω κι εγώ. Άγνωστο πώς με άντεξαν οι δικοί μου εκείνες τις βδομάδες. Όμως παρά το άγχος για το τέλος, απλά για το τέλος των διακοπών που ήξερα πως αναπόφευκτα θα ερχόταν, που όμως δεν μπορούσα να σταματήσω να μη σκέφτομαι, ήξερα πως γυρίζοντας θα έγραφα.
Ώσπου έφτασε η ώρα να γράψω. Και συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα. Όχι εύκολα, τουλάχιστον. Αυτό που δεν μπορούσα να περιγράψω ως τότε με λέξεις άρχισε να σχηματοποιείται. Ένιωθα μια ματαιότητα. Είχα περάσει ένα χρόνο δουλεύοντας δίχως σταματημό, χωρίς να αφιερώνω χρόνο στον εαυτό μου. Χωρίς να κάνω αυτά που αγαπούσα. Κι επίσης έψαχνα εδώ και δύο χρόνια εκδότη για το επόμενό μου βιβλίο χωρίς αποτέλεσμα. Και τώρα ξάφνου ένιωθα μια ματαιότητα. Ένα μέιλ απ’ τις αγαπημένες εκδόσεις Bell με έβγαλε για λίγο απ’ το βούρκο. Ήθελαν να εκδώσουν το βιβλίο μου! Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Πετούσα στα ουράνια. Ένιωθα πάλι έναν σκοπό.
Και τότε ήρθε η δεύτερη καραντίνα. Όλα πήγαν πίσω, ακόμα και η έκδοση του βιβλίου. Δεν ήξερα πώς θα ήταν τα πράγματα όταν τέλειωνε. Αν θα ίσχυε ακόμη η πρόταση. Παρ’ όλα αυτά άρχισα να γράφω το νέο μου βιβλίο. Και μέσα του στάλαξα τις πιο σκοτεινές μου σκέψεις. Τους βαθύτερούς μου φόβους. Όλους μου τους εφιάλτες. Όπως έχει πει όμως κι ο Νίτσε, αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα.
Όλα έγιναν μια ρουτίνα. Όχι όμως ευχάριστη, όπως την προηγούμενη φορά. Πλέον δεν υπήρχε κανένα ίχνος περιπέτειας, πρωτόγνωρου. Μονάχα ρουτίνα. Τα Χριστούγεννα ήρθε η μαμά, εκμεταλλευόμενη ένα παραθυράκι στους κανονισμούς σχετικά με την έδρα εργασίας της και τη μόνιμή της κατοικία. Ήταν τόσο όμορφα. Καθόμασταν. Βλέπαμε ταινίες όλη μέρα. Γελούσαμε. Παίζαμε επιτραπέζια. Ο χρόνος άλλαξε, όμως, η μητέρα μου έπρεπε πάλι να φύγει κι έτσι αυτή η φούσκα κανονικότητας έσκασε.
Συνειδητοποίησα τότε, σ’ ένα πρωτόγνωρο ξέσπασμα, ότι είχα εγκλωβιστεί στο πρόγραμμα και δεν μπορούσα να παρεκκλίνω από αυτό. Ότι χωρίς να το καταλάβω υπερανέλυα τα πράγματα. Κάθε απόφαση – και δεν αναφέρομαι σε σοβαρά ζητήματα που κάθε σώφρον άνθρωπος σπαταλάει λίγο παραπάνω χρόνο να συλλογιστεί. Μιλάω για ανούσια πράγματα. Πόσο χρόνο θα κάνω αυτό; Πόσο εκείνο; Ποιο είναι το σωστό; Όταν οι ερωτήσεις αυτές γίνουν οι ίδιες καθημερινότητα ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα, γίνονται πρόβλημα.
Αυτό που δεν έχω αναφέρει είναι ότι απ’ όταν έφυγε η μητέρα μου, ανέλαβα να πηγαίνω τακτικότερα στη γιαγιά. Άρχισα να το συνηθίζω – να συνηθίζω και την παρουσία μιας ξένης γυναίκας στο ένα απ’ τα δυο σπίτια στο οποίο είχα μεγαλώσει. Τα πρώτα ξεσπάσματα της γιαγιάς ήταν πια παρελθόν. Πήγαινα δυο-τρεις φορές τη βδομάδα και ζωγραφίζαμε. Λέγαμε τραγουδάκια. Απ’ αυτά και μόνο μπορείς να καταλάβεις ότι η φθορά ήταν τρομερά γρήγορη. Και με πονούσε, ω πώς με πονούσε, μα όση ώρα ήμουν μαζί της το έκρυβα. Τα έκρυβα όλα. Χαμογελούσα. Γέλαγα. Κατάπινα τον πόνο. Πέρα απ’ αυτές τις τακτικές επισκέψεις προσπαθούσα να κρατήσω ζωντανά τα έθιμα της οικογένειάς μας. Τις συνταγές. Τα οικογενειακά τραπέζια στις γιορτές. Έστω κι αν μου έλεγαν ότι είναι ανώφελο. Ακόμα κι όταν κι εγώ ο ίδιος συνειδητοποίησα πως ό,τι κι αν κάναμε, η γιαγιά το είχε ξεχάσει μετά από λίγα λεπτά.
Τι σημασία έχει; Αυτό απαντούσα, αυτό απαντάω και τώρα. Λένε ζήσε τη στιγμή. Αυτό κάναμε. Η γιαγιά ήταν χαρούμενη εκείνη την ώρα κι αυτό ήταν που μετρούσε. Άλλωστε με αναγνώριζε. Ακόμη κι όταν άρχισε να μπερδεύει το όνομά μου. Ακόμη και τότε είχαμε τον τρόπο μας. Ένα τραγούδι για να ξέρει πάντα ποιος είμαι… Ο Γιώργος είναι πονηρός… Κι αυτά που λέει μην τα τρως…
Ζήσε το σήμερα. Το σήμερα. Γιατί αύριο… Γιατί αύριο… Μα πώς να ζήσω το σήμερα όταν έβαζα τόση πίεση στο να το κάνω; Πώς να απολαύσω μια στιγμή ακριβώς γιατί «μπορεί να είναι η τελευταία;»
Η πρώτη μου ιδεοληψία είχε να κάνει με τους τσακωμούς. Όποτε τσακωνόμουν με τα αγαπημένα μου πρόσωπα καθόμουν για ώρες, μέρες ίσως, να σκέφτομαι τον τσακωμό. Δεν είναι, άλλωστε, τόσο ανώφελο, τόσο παιδαριώδες να τσακωνόμαστε όταν η ζωή είναι τόσο μικρή; Όταν δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει; Όταν όλα είναι τόσο εφήμερα. Παρατηρείς ένα μοτίβο;
Έψαχνα διαρκώς ορόσημα για να γυρίσω σελίδα. Και μετρούσα μέρες χωρίς διαπληκτισμούς. Έλα που το φυσιολογικό είναι να τσακώνεσαι πού και πού μ’ αυτούς που αγαπάς. Ειδικά όταν είστε κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι μόνοι σας για τόσο καιρό. Η καραντίνα μού φόρτωσε μια ρουτίνα που την ασπάστηκα σαν ασπίδα προστασίας. Επίσης μου στέρησε τους φίλους μου, το να βλέπω κι άλλους να περνάνε αυτά που περνούσα, να μπορώ να τα συζητήσω, να δω ότι είναι φυσιολογικά. Μου στέρησε το μέτρο σύγκρισης κι έτσι όλα μεγαλοποιούνταν στο μυαλό μου.
Υπήρξε ένας μεγάλος τσακωμός. Και τότε τα μάτια μου άνοιξαν, έστω και με το ζόρι. Μα εγώ ήμουν καλά. Πάντα τα έβγαζα πέρα στα δύσκολα, παραμένοντας ψύχραιμος, βρίσκοντας πάντοτε την άκρη. Είχα πρόγραμμα, όνειρα, στόχους. Όλοι πέρασαν δύσκολα στην καραντίνα, και τι μ’ αυτό; Ναι, αν είχα τους φίλους μου να συζητήσω όλα θα ήταν καλύτερα. Δε θα μεγαλοποιούνταν στο κεφάλι μου. Ναι αλλά… Ναι αλλά… Δεν τους είχα όμως. Κι οι φίλοι μου δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι περνούσα. Τότε το πήρα απόφαση να απευθυνθώ σε μια ειδικό. Σε μια ψυχολόγο.
Στην αρχή το έκρυβα, απ’ τους γνωστούς αν όχι κι από φίλους. Ντρεπόμουν. Νόμιζα ότι ήταν αδυναμία. Ότι δεν ήμουν φυσιολογικός. Σκεφτόμουν και τα χρήματα. Όμως οι συναντήσεις με βοήθησαν. Ένιωθα ότι έβγαζα όλες τις σκέψεις από μέσα μου, αποφορτιζόμουν. Και πάλι απ’ την αρχή. Πάντοτε όμως το παρόν μάς κρατούσε τόσο απασχολημένους στις συναντήσεις μας, που δεν προλάβαμε να βρούμε τη ρίζα, ή πιο σωστά, τις ρίζες του προβλήματος. Η φθίνουσα πορεία της γιαγιάς, ο καρκίνος της θείας μου, η σκλήρυνση κατά πλάκας του θείου μου. Διαλέξτε ό,τι θέλετε, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές.
Η καραντίνα τέλειωσε και πήραμε όλοι μια ανάσα. Η θεία μου χειρουργήθηκε και έγινε καλά και ο θείος μου άρχισε έγκαιρα αγωγή. Πλέον η κατάσταση της γιαγιάς δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να παραμείνει στο σπίτι. Η γυναίκα δεν τη φρόντιζε, δίχως έλεγχο απ’ τη μητέρα μου που έλειπε και το θείο μου που είχε τα δικά του (συν ένα μικρό παιδί), τα είχε φορτώσει στον κόκορα. Εγώ ήμουν ο «εγγονός», ο μικρός, δε μου έδινε και τόση σημασία. Δεν την πλήρωνα εγώ. Το σπίτι ήταν πενταβρόμικο. Κάποια στιγμή η γιαγιά σταμάτησε να τρώει μόνη της, χρειαζόταν τάισμα, μια φορά έτυχε να είμαι εκεί κι έκτοτε η γυναίκα άρχισε να με καλεί να την ταΐζω εγώ, προφασιζόμενη ότι με εκείνη δεν έτρωγε. Και το έκανα. Επειδή ήξερα ότι η γυναίκα δε θα ασχολούνταν και πολύ με τα παιχνίδια της γιαγιάς, επειδή η γιαγιά έπρεπε να φάει, επειδή την αγαπούσα -την αγαπάω- και ήξερα ότι έπρεπε να γίνει. Έτσι δεν πάει, άλλωστε; Κι εκείνη δεν τάιζε εμένα όταν ήμουν μικρός;
Παρατεταμένο πένθος. Αυτό βίωνα σύμφωνα με την ψυχολόγο. Έναν διαρκή αποχωρισμό. Κάθε φορά που την έβλεπα. Συν τους αποχωρισμούς που βίωνα με τη μητέρα μου κάθε φορά που ερχόταν κι έφευγε. Δεν προλάβαινα να θρηνήσω, να ανυψώσω τείχη, και η διαδικασία άρχιζε απ’ την αρχή. Θα το παλεύαμε, όμως. Αυτό ήταν το σχέδιο. Για μετά το καλοκαίρι και τις διακοπές της ψυχολόγου.
Όταν το καλοκαίρι άνοιξαν οι δομές, αποφασίσαμε να μεταφέρουμε τη γιαγιά. Μου ήταν τρομερά δύσκολο. Θα μπορούσα να τη βλέπω μονάχα μισή ώρα κάθε δύο εβδομάδες. Κι ύστερα θα μετακόμιζα στο σπίτι της – πόσες ενοχές ένιωθα γι’ αυτό! Οι εργασίες όμως στο σπίτι με βοήθησαν να ξεχαστώ, έστω για λίγο. Λένε ότι ο θεός σου βάζει μονάχα τόσα εμπόδια όσα μπορείς να διαχειριστείς. Προσωπικά δεν πιστεύω, έχω προσπαθήσει, ω έχω προσπαθήσει σκληρά, μα δεν μπορώ. Δεν τα καταφέρνω.
Απ’ όταν είχε διαγνωστεί η θεία μου με καρκίνο έπρηζα τη μητέρα μου να πάει να κάνει μαστογραφία και υπερήχους. Είχε να κάνει, πόσα χρόνια, ούτε καν κι εκείνη θυμόταν. Όταν στην κλινική η χαμογελαστή υπάλληλος μας έδωσε το φάκελο με τα αποτελέσματα θεωρήσαμε ότι όλα ήταν εντάξει. Μέχρι που ανοίξαμε το φάκελο και διαβάσαμε το χαρτί. Κι εκείνη την ακαταλαβίστικη τότε λέξη BIRADS 4. Βέβαια έκτοτε γίναμε εξπέρ σε ό,τι είχε να κάνει με τον καρκίνο του μαστού.
Χειρουργείο, ανακαίνιση, ο θάνατος του άλλου μου παππού, μετακόμιση, οι ακτινοβολίες της μαμάς, η δύο εβδομάδων νοσηλεία της γιαγιάς στο νοσοκομείο, Χριστούγεννα… Πάντα στις δύσκολες καταστάσεις τα έβγαζα πέρα, το έχω αναφέρει ήδη αυτό, σωστά; Έτσι μετά το καλοκαίρι νόμιζα ότι είχα επανέλθει. Είχα σίγουρα ανταπεξέρθει στις προκλήσεις. Είχα σταθεί στο πλάι της μητέρας μου χωρίς να λυγίσω στιγμή, αναπληρώνοντας για την ανεπάρκεια που ένιωθα τότε, στα δεκαεπτά, όταν την είχα αφήσει στο νοσοκομείο και είχα φύγει για άλλη μια βδομάδα διακοπές γιατί δεν μπορούσα να το επεξεργαστώ. Είχα αναλάβει σχεδόν εξολοκλήρου τη φροντίδα της γιαγιάς στο νοσοκομείο, μένοντας μαζί της δυο μέρες μέχρι να βρεθούν αποκλειστικές, και ύστερα πηγαίνοντας κάθε απόγευμα για να την ταΐζω. Να λέμε τραγούδια. Πριν τις γιορτές είχα στόχο να τελειώσω το βιβλίο μου. Τα κατάφερα, έμενε μόνο η επιμέλεια για μετά.
Και οι γιορτές… Αχ, πόσο ωραία περάσαμε. Είχε έρθει η μαμά, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Η περιπέτεια με τη γιαγιά είχε περάσει. Ναι, στα μέσα του Δεκέμβρη με είχαν ενημερώσει ότι η επιχείρηση στην οποία δούλευα θα έκλεινε, καθιστώντας με απ’ τις αρχές του νέου χρόνου άνεργο, μα δεν το σκεφτόμουν τότε.
Οι γιορτές πέρασαν και τα πρώτα τσιμπήματα της ιδεοληψίας επέστρεψαν μαζί με το τέλος της επιμέλειας, τη ματαιότητα που ένιωθα να ξεκινήσω καινούριο, την αγωνία της ανεργίας, τη δεύτερη νοσηλεία της γιαγιάς. Στον οίκο που έμενε, έναν οίκο υποτίθεται εξειδικευμένο για άτομα με Αλτσχάιμερ, δε τη φρόντιζαν όπως θα έπρεπε. Της έπεφτε ο αιματοκρίτης. Κάναμε εξετάσεις. Δεν υπήρχε εσωτερική αιμορραγία. Άλλες δυο βδομάδες. Αλλαγή οίκου. Με σύσταση μάλιστα. Αυτή τη φορά μου πήρε μια βδομάδα να επανέλθω. Πάνω στην ώρα για να τελειώσω την επιμέλεια του βιβλίου μου, κάτι που για πρώτη φορά με άγχωνε. Μετά; Τι θα έκανα μετά; Θα έγραφα άλλο βιβλίο όσο παράλληλα θα έψαχνα για δουλειά. Μα για κάποιο λόγο δεν είχα όρεξη. Μονάχα άγχος.
Δεν πρόλαβα να ξεκινήσω το νέο βιβλίο. Βρήκα όμως δουλειά. Δουλειά ως μεταφραστής. Ένα όνειρο γινόταν πραγματικότητα μα και πάλι δεν μπορούσα να χαρώ. Ήξερα ότι έπρεπε, μα το μόνο που είχα ήταν άγχος. Μετά από πέντε λεπτά ειλικρινούς χαράς και τηλεφωνημάτων κατέληξα μίζερος, σε μια καρέκλα, να σκέφτομαι τα διαδικαστικά, το μη σταθερό μισθό, τα τιμολόγια…
Ένα τηλέφωνο και όλα ανατράπηκαν. Η γιαγιά μου ήταν σε άσχημη κατάσταση και έπρεπε να διακομιστεί ξανά στο νοσοκομείο. Έπαθε ανακοπή κατά τη διακομιδή της, μα την επανέφεραν. Φτάνοντας μόνος στο νοσοκομείο και ρωτώντας τους γιατρούς τι χρειάζονταν μου απεύθυναν ένα χαμόγελο και το παρηγορητικό «Απόψε τίποτα. Αύριο μπορεί να χρειαστεί να υπογράψεις το πιστοποιητικό θανάτου.» Ίσως ήταν σημαδιακό, ίσως όχι, μα σε αντίθεση με τις προηγούμενες δυο νοσηλείες, τώρα την είχαν βάλει στο ίδιο δωμάτιο που πριν τέσσερα χρόνια πέθανε ο παππούς μου. Πήρα τη μαμά μου κλαίγοντας και της είπα ότι έπρεπε να πάρει το πρώτο αεροπλάνο και να έρθει. Πήρα το θείο μου. Του είπα να βιαστεί. Καθυστέρησε όσο μπορούσε. Δεν τον κατηγορώ. Ίσως ήθελε να αποφύγει να δει το τέλος. Εγώ πήγα πλάι στη γιαγιά μου μόλις τη διασωλήνωσαν. Ένιωθα πως είχα υποχρέωση. Δεν είχε επαφή μα έπιασα το χέρι της και προσευχήθηκα. Προσευχήθηκα σ’ ένα θεό που δεν πιστεύω, μα που εκείνη πίστευε. Και τα κατάφερε. Παρά την πολλαπλή ρήξη οργάνων. Τα κατάφερε.
Έμεινε στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Ένα μήνα που επέβαλα στον εαυτό μου καραντίνα μη τυχόν κολλήσω κάτι και δεν μπορούσα να πηγαίνω να τη βλέπω. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα. Δουλειά, νοσοκομείο, βόλτα Σάντει (το σκυλί μου), πάζλ, σειρές. Και χωρίς να το καταλάβω, ή ίσως ηθελημένα, εγκλωβίστηκα σ’ αυτή τη ρουτίνα. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά τη μια μέρα, θα πήγαινε την επόμενη. Ήταν, άλλωστε, πανομοιότυπες όλες. Όλες τους σκοτεινιασμένες απ’ τον ίδιο διαρκή φόβο πως αν δεν είχα κάποια εμμονική σκέψη στο μυαλό μου μια στιγμή τότε κινδύνευα να αποκτήσω την επόμενη. Αυτοεκπληρούμενη προφητεία, θα μπορούσαμε να πούμε.
Λένε ότι αν δεν αναγνωρίσεις ο ίδιος ότι χρειάζεσαι βοήθεια δεν έχει νόημα να σου προσφερθεί. Έτσι προσπάθησα κι εγώ όλους αυτούς τους μήνες, θέτοντας πάλι ορόσημα, έχοντας ιδεοληψίες πλέον για τα πάντα, στο βαθμό που δεν απολάμβανα το φαγητό, δεν μπορούσα να παρακολουθήσω μια σειρά χωρίς παράλληλα να σκέφτομαι, και μετά να σκέφτομαι ότι σκεφτόμουν, και να φοβάμαι ότι και την επόμενη μέρα θα ξανασκέφτομαι, να ανυπομονώ για τη μοναδική έξοδο της εβδομάδας που επέτρεπα στον εαυτό μου, σε εξωτερικό χώρο, μεγαλοποιώντας την τόσο που κι αυτή κατέληξε να με αγχώνει. Έγινα παρατηρητής του εαυτού μου. Χειρότερα, έγινα κριτής μου. Κλείστηκα στον εαυτό μου γιατί δεν είχα όρεξη, κουράγιο να βγαίνω, να συζητάω, να κάνω πράγματα, ενώ ήξερα ότι παράλληλα θα σκεφτόμουν.
Αυτή τη φορά μού πήρε περισσότερο να συνέλθω. Αν και μάλλον δε συνήλθα ποτέ. Ακόμη και μετά την «καραντίνα» μου δεν μπορούσα να βγω, παρέμενα εγκλωβισμένος σ’ εκείνη τη ρουτίνα που είχα φτιάξει.
Οι γιαγιά νοσηλεύτηκε άλλες δύο φορές, τη μία αφότου έσβησε μπροστά στα μάτια μου σε μία απ’ τις επισκέψεις μου στον οίκο, προτού αποφασίσουμε ότι πλέον ήταν καλύτερο να μείνει μόνιμα στο νοσοκομείο. Πλέον δεν μπορούσε να συμμετέχει σε προγράμματα, ζωγραφικές, τραγούδια στον οίκο, αν τελικά τα κάνανε ποτέ όλα αυτά. Ξέρω μόνο τι είδα όταν την επισκέφτηκα πριν την τελευταία μεταφορά κι αυτό δεν μπορώ ούτε γραπτώς να το περιγράψω χωρίς να με πιάνει τρέμουλο.
Κάποιος μού είπε ότι η γιαγιά μένει ζωντανή για εμένα. Ή μητέρα μου κι ο θείος μου μού είπαν να βάλω προτεραιότητα τον εαυτό μου. Εγώ ξέρω ότι όσο η γιαγιά μου ζει δεν μπορώ να την αφήσω. Με μεγάλωσε. Της το χρωστάω. Και το θέλω. Την αγαπάω. Κι αν δεν μπορούσα τότε τι θα σήμαινε αυτό; Ήμουν αδύναμος; Είχα καταφέρει μία φορά να γίνω καλά, όπως πίστευα, έτσι μπορούσα και πάλι. Μόνος. Έτσι πίστευα. Ότι το να αναζητήσω πάλι βοήθεια θα ήταν σημάδι αδυναμίας.
Όταν πια αναζήτησα βοήθεια, από ψυχίατρο αυτή τη φορά, το έκανα όχι γιατί με συμβούλεψαν οι δικοί μου, μα γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να το παλεύω άλλο μόνος μου. Τα συναισθήματά μου είχαν φράξει. Δεν μπορούσα ούτε να κλάψω για να εκτονωθώ. Το θεώρησα δώρο στον εαυτό μου για τα εικοστά έβδομα γενέθλιά μου. Η προσπάθεια άρχισε και δεν ήμουν αρνητικός στη φαρμακευτική αγωγή. Και πράγματι είχε αποτέλεσμα για λίγο καιρό. Άρχισα να μιλάω για τις σκέψεις μου, χωρίς να ντρέπομαι πια, με τους φίλους μου, κι αυτές αποδυναμώνονταν. Μέρα με τη μέρα, τα πράγματα έφτιαχναν κι άρχισα να ελπίζω πάλι, θέτοντας στόχους, νιώθοντας ανυπομονησία χωρίς να την επιβάλω, ζώντας τη στιγμή χωρίς επίβλεψη.
Ο δρόμος, σαφώς, δεν είναι μόνο ανοδικός. Όχι. Έχει πολλά σκαμπανεβάσματα. Η πρώτη θεραπεία έπαψε να δουλεύει. Και βρέθηκα πάλι να ντρέπομαι που «είχα χειροτερέψει». Που είχα αποτύχει. Άρχισα πάλι να κρύβομαι απ’ τους δικούς μου, έστω κι αν ήξεραν πια πότε κάτι σκεφτόμουν. Ώσπου πάλι ένιωθα πως πλησίαζα το σημείο μηδέν. Αυτή τη φορά, όμως, δεν εγκατέλειψα. Ήδη πριν η δεύτερη αγωγή αρχίσει να έχει αποτέλεσμα, άρχισα να μιλάω στους δικούς μου. Χωρίς μετά να αγχώνομαι αν τους είχα κουράσει. Γιατί, ακριβώς, ήταν οι δικοί μου άνθρωποι και δεν τους απογοήτευα με το να έχω μια οπισθοδρόμηση, μα τους έκανα χαρούμενους με το να προσπαθώ. Έκανα εμένα χαρούμενο.
Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτά τα λόγια είναι μια καλή μέρα. Σήμερα έγραψα κάμποσες ώρες το νέο μου βιβλίο (είναι πολύ νωρίς για να πω το οτιδήποτε γι’ αυτό) χωρίς να σκεφτώ τίποτα. Χθες διάβασα μιάμιση ώρα ένα βιβλίο χωρίς να σταματήσω γιατί μια σκέψη πίεζε το μυαλό μου απαιτώντας την προσοχή μου – όπως δηλαδή έκανα κάποτε, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν το σωστό, χωρίς να έχω καθοδήγηση.
Η ψυχική ασθένεια μπορεί να έχει πολλά αίτια -σχεδόν πάντοτε είναι πολυπαραγοντική- και να εκδηλωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Έγραψα αυτό το κείμενο γιατί ήθελα να μοιραστώ τη δική μου ιστορία. Με όσους έχουν κάποιον δικό τους που περνάει κάτι παρόμοιο, ή που υποπτεύονται ότι περνάει μια δύσκολη φάση, για να δώσουν χώρο, χρόνο και κυρίως υποστήριξη στο συγγενή, το φίλο τους. Πρώτα και κύρια, όμως, με άτομα που βιώνουν κάτι παρόμοιο κι αισθάνονται μόνοι, όπως αισθανόμουν κι εγώ. Άτομα που αισθάνονται αδύναμα, για να τους πω ότι το να αναζητήσεις βοήθεια δεν είναι ένδειξη περαιτέρω αδυναμίας, μα δύναμής, γιατί έτσι παίρνουμε τον έλεγχο της κατάστασης, παίρνουμε τη ζωή μας πίσω στα χέρια μας. Που ντρέπονται να μιλήσουν, για να τους πω ότι η ψυχική ασθένεια δεν είναι ντροπή, ούτε η ψυχανάλυση, ούτε η φαρμακευτική αγωγή. Σε μια εποχή που μιλάμε για τα πάντα ανοιχτά, που σπάνε τα ταμπού, έτσι πρέπει να σπάσει κι αυτό.
Η ψυχή μας τελικά είναι, από μερικές απόψεις, τρωτή όπως το κορμί μας. Και χρειάζεται φροντίδα. Όποιας μορφής κι αν κρίνει κανείς ότι πρέπει να είναι αυτή.
-Γιώργος Αγγελίδης
Ο Γιώργος Αγγελίδης είναι συγγραφέας. Το βιβλίο του «Ζωές στο Αντίθετο Ρεύμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.