Camilla Läckberg
Γυναίκες χωρίς έλεος
Περίληψη:
Τρεις γυναίκες ασφυκτιούν στον γάμο τους – και αποφασίζουν να αναλάβουν δράση.
Η Ίνγκριντ εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη δημοσιογραφική της καριέρα για να υποστηρίξει τα επαγγελματικά όνειρα του συζύγου της. Ανακαλύπτει πως εκείνος για άλλη μια φορά την απατά.
Η Μπιργκίτα δεν πηγαίνει να κάνει τις προγραμματισμένες ιατρικές της εξετάσεις για να μην αποκαλυφθεί ότι τη δέρνει ο άντρας της. Ανακαλύπτει πως πάσχει από καρκίνο του μαστού.
Η Βικτώρια έφυγε από τη Ρωσία για να παντρευτεί έναν άντρα που γνώρισε διαδικτυακά. Ανακαλύπτει πως ο καλοκάγαθος Σουηδός αγρότης που εμπιστεύτηκε είναι ένας τύραννος.
Η μόνη λύση για να ελευθερωθούν είναι να διαπράξουν όχι έναν, αλλά τρεις τέλειους φόνους…
Η άποψή μου:
Στη νουβέλα της Γυναίκες χωρίς έλεος, η Camilla Läckberg καταπιάνεται με ένα θέμα που απασχολεί -δυστυχώς διαχρονικά- ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού ανά τον κόσμο: τη γυναικεία κακοποίηση.
Τρεις διαφορετικές ιστορίες, τρεις διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, με ένα κοινό: είναι όλες θύματα της αντρικής εκμετάλλευσης. Η Ίνγκριντ εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη καριέρα της ως δημοσιογράφος για να στηρίξει τον άντρα της και να αφοσιωθεί στην οικογένειά τους – εκείνος την απατά συστηματικά με άλλες. Η Μπιργίτα ανακαλύπτει καθυστερημένα πως πάσχει από καρκίνο του μαστού, γιατί δεν έκανε εγκαίρως τις εξετάσεις της – φοβόταν και ντρεπόταν να αποκαλύψει τα σημάδια της σωματικής κακοποίησης που υφίσταται από τον σύζυγό της. Η Βικτόρια έφτασε στη Σουηδία από τη Ρωσία για να παντρευτεί έναν συμπαθητικό αγρότη και να ζήσει μια καλύτερη ζωή από εκείνη που ζούσε στην πατρίδα της – αποδεικνύεται πως είναι ένας καταπιεστικός τύραννος, που ουσιαστικά την κρατά φυλακισμένη και την υποτιμά συνεχώς.
Οι τρεις γυναίκες δεν έχουν γνωρίσει ποτέ η μία την άλλη. Εγκλωβισμένες για χρόνια σε μια αρρωστημένη συζυγική και οικογενειακή πραγματικότητα, μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους. Όμως, έρχεται κάποτε η στιγμή που ο κόμπος φτάνει στο χτένι· και τότε αποφασίζουν να δράσουν. Συνειδητοποιούν πως δεν είναι μόνες, πως υπάρχουν εκεί έξω πολλές άλλες σαν εκείνες. Και πως ούτε το διαζύγιο ούτε η φυγή αποτελούν λύση στην περίπτωσή τους. Ο μόνος τρόπος για να διεκδικήσουν τη ζωή που τους αξίζει, είναι να βάλουν τέλος σ’ εκείνη των συζύγων τους…
Η συγκεκριμένη νουβέλα διαπραγματεύεται μια κατάσταση σκληρή, λυπηρή, δύσκολη, που δυστυχώς βιώνουν πολλές γυναίκες γύρω μας. Ένα θέμα-ταμπού, που «θάβεται» πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού και το επιφανειακό λούστρο ενός γάμου, από φόβο, αδιαφορία, παραίτηση, ντροπή. Που πολλοί παραβλέπουν ή για το οποίο εθελοτυφλούν. Γιατί η γυναικεία εκμετάλλευση έχει πολλά, διαφορετικά πρόσωπα: ψυχολογική, σωματική, λεκτική, σεξουαλική… Εδώ, οι μάσκες πέφτουν κι όλα τα συναισθήματα που βιώνουν αυτές οι γυναίκες αποκαλύπτονται στα μάτια του αναγνώστη. Στα μάτια του θύματος, του θύτη, του απλού παρατηρητή, του φίλου, του συγγενή, του γείτονα…
Πολλοί κατηγόρησαν τη συγγραφέα για υπερβολικές κι ακραίες καταστάσεις, «τραβηγμένες από τα μαλλιά». Κάποιοι άλλοι ότι… τσουβαλιάζει όλους τους άντρες στην κατηγορία του συζύγου που είναι τύραννος, μοιχός, βίαιος. Αμφότεροι κάνουν λάθος. Η Läckberg δεν είναι καμιά τρελαμένη φεμινίστρια που μισεί όλο το αντρικό φύλο και το έχει αποδείξει (και) στα προηγούμενα έργα της. Μα όταν αποφασίζει να καταπιαστεί με ένα τέτοιο θέμα -και μάλιστα μέσα στα «στενά» όρια μιας νουβέλας- είναι απόλυτα λογικό να επικεντρώσει την αφήγησή της σε συγκεκριμένες ιστορίες και σε ήρωες που εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία. Ο έντονος ρυθμός, η γρήγορη γραφή, οι απανωτές εναλλαγές κεφαλαίων και οι εξελίξεις που τρέχουν συνεχώς δεν αφήνουν ούτως ή άλλως περιθώρια για περιττούς πλατειασμούς ή άσκοπες φλυαρίες.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι προσεκτικά δομημένοι, καλοσχηματισμένοι, τραβούν την προσοχή και προκαλούν αίσθηση. Φυσικά οι απόλυτες πρωταγωνίστριες είναι οι τρεις ηρωίδες. Γυναίκες πονεμένες, ταλαιπωρημένες από τη ζωή, προδομένες από τις προσδοκίες και τους ανθρώπους που εμπιστεύτηκαν περισσότερο· όμως πιο δυνατές και δυναμικές απ’ όσο θα μπορούσαν και οι ίδιες να φανταστούν. Καθεμιά τους αντιπροσωπεύει μια διαφορετική ομάδα γυναικών εκεί έξω, που θα ταυτιστεί απόλυτα μαζί τους. Καθεμιά τους προκαλεί σε διαφορετικό βαθμό τη συμπάθεια, τη συμπόνια και τον θαυμασμό ακόμα του αναγνώστη, που ίσως αναγνωρίσει σ’ αυτές κάποιο δικό του πρόσωπο. Οι σύζυγοί τους και ο υπόλοιπος περίγυρός τους παίζουν ρόλο συμπληρωματικό, κομπαρσικό, σαν ένα θολό φόντο ενώ η δράση εκτυλίσσεται στο μέσο της οθόνης. Βρίσκονται εκεί για να αναδείξουν κι άλλο τις προσωπικότητες των ηρωίδων και, ίσως, να γίνουν παράδειγμα προς αποφυγή.
Το τέλος της ιστορίας είναι σαφώς προδιαγεγραμμένο. Συνεπώς, το βάρος της αφήγησης πέφτει στην πορεία της προς αυτό. Η Läckberg, έχοντας αποδείξει το πόσο καλά γνωρίζει να χειρίζεται τον λόγο και να δημιουργεί βαθιά ψυχογραφήματα και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, κατορθώνει άνετα να κερδίσει το στοίχημα της διατήρησης του αναγνωστικού ενδιαφέροντος καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης – και μάλιστα να το κλιμακώνει σταδιακά, οδεύοντας προς το τέλος και την κάθαρση που επέρχεται από αυτό. Ίσως η λύση φαντάζει ακραία, σε κάποιες όμως περιπτώσεις απαιτούνται τέτοιες ακραίες λύσεις. Είναι άλλωστε κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει καθημερινά γύρω μας, που το ακούμε στις ειδήσεις ή το διαβάζουμε στις εφημερίδες.
Η νουβέλα αυτή διαβάζεται μέσα σε λίγες μόνο ώρες, μα αποτυπώνεται στη συνείδηση για πολύ περισσότερο. Περνάει σημαντικά μηνύματα για ένα πραγματικά ευαίσθητο θέμα και αποδεικνύει πως, μερικές φορές, ο αδύνατος αναγκάζεται να γίνει δυνατός όχι απλά για να επιβιώσει, αλλά και για να διεκδικήσει το μέλλον που αξίζει. Και, τελευταίο μα εξίσου σημαντικό, πως κάποιες Γυναίκες χωρίς έλεος έχουν πολλά πράγματα να πουν – κι εμείς οφείλουμε να έχουμε τα μάτια και τα αυτιά μας ανοιχτά, ώστε να τις ακούσουμε.