1. Πείτε μας λίγα πράγματα για εσάς. Βοηθήστε μας να γνωρίσουμε τον Γιώργο.
Ανήσυχο πνεύμα. Από παιδί, πάντα έψαχνα τρόπους έκφρασης και ευκαιρίες να μοιραστώ συναισθήματα, σκέψεις και όνειρα! Ξεκίνησα να γράφω στο δημοτικό, παραμύθια με πειρατές και κρυμμένους θησαυρούς -επηρεασμένος από τον Ιούλιο Βερν και το «Φάρος στην άκρη του κόσμου». Συνέχισα με το να σκιτσάρω και να φτιάχνω κόμιξ, εικονογραφημένες ιστορίες που μοίραζα σε φίλους και οικογένεια (στην αρχή «ξεπατικωτούρα» από παλιά Μίκυ Μάους, και στην πορεία δημιούργησα έναν δικό μου ήρωα τον μονίμως χαμογελαστό Σμίδερ που… κατέστρεφε το σύμπαν με καμώματα του). Καθώς μπήκα στο γυμνάσιο και αργότερα στο λύκειο ασχολήθηκα με το τραγούδι και συμμετείχα σε τοπικές συναυλίες (μαζί με κάποιους διάττοντες αστέρες της εποχής των talent shows), ενώ στα φοιτητικά μου χρόνια γράφτηκα στη θεατρική ομάδα του ΤΕΙ Αθηνών όπου αφιερώθηκα στη ζωή του θεάτρου όπως τη ζούσαμε οι φοιτητές λίγο αλήτικα και ανέμελα· δώσαμε 3 παραστάσεις, πρώτα το «Σκωτσέζικο Ντους», μετά ένα παιδικό χριστουγεννιάτικο, όπου φορούσα lycra και είχαν μαζευτεί στο αμφιθέατρο φοιτήτριες αντί για παιδιά, και τέλος το αγαπημένο μου «Desperados» -το οποίο παρακολούθησε ο ίδιος ο συγγραφέας Γιώργος Ηλιόπουλος και μου έδωσε συγχαρητήρια μετά την παράσταση για το ρόλο μου. (Δε θυμάμαι το όνομα του χαρακτήρα, μόνο ότι έπαιζα το ντροπαλό, ήσυχο και μάλλον καταθλιπτικό αγόρι μιας παρέας που περίμενε να ξημερώσει στο τελευταίο τους πάρτι). (Έπαιζα και κιθάρα στην παράσταση). Πέρασαν λίγα χρόνια και καθώς προχώρησα ως σπουδαστής μεταπτυχιακού στην Αγγλία, απομονωμένος από σκέψεις και πρόσωπα, τότε ήταν που επέστρεψε η συγγραφή στη ζωή μου -και αυτή τη φορά ήταν για να μείνει. Και χαίρομαι ειλικρινά για αυτό.
2.Τι σας αρέσει να κάνετε όταν δεν γράφετε; Που αλλού θα σας βρούμε εκτός μπροστά από μια οθόνη και ένα πληκτρολόγιο;
Μου αρέσει να διαβάζω. Όπου βρω την ευκαιρία. Στο σπίτι, στο μετρό, στο πλοίο, στην νυχτερινή ρεσεψιόν… Με θυμάμαι φαντάρο στην Τρίπολη, με το όπλο στο ένα χέρι και τον «Μαύρο Πύργο» του Στίβεν Κινγκ στο άλλο, τρεις η ώρα το πρωί, παντού σκοτάδι στο στρατόπεδο και εγώ εκεί ψηλά σε ένα στενό, τσιμεντένιο φυλάκιο, να διαβάζω κάτω από μια πορτοκαλί λάμπα.
3.Ποιο ήταν ένα από τα πιο εκπληκτικά πράγματα που μάθατε/κερδίσατε κατά τη δημιουργία των βιβλίων σας; Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι για το γράψιμο για εσάς;
Το πιο εκπληκτικό κομμάτι της συγγραφής είναι ότι έμαθα πράγματα για τον εαυτό μου κατά τη δημιουργική διαδικασία. Επίσης έμαθα πως είναι μια δημιουργική διαδικασία· με τη συνέχεια, τη συνέπεια, την έμπνευση και την προσπάθεια, έμαθα να έχω υπομονή και να μην είμαι προπετής. Mε λίγα λόγια, έμαθα να ζω το όνειρο μου. Το πιο εκπληκτικό που κέρδισα κατά τη δημιουργία και [το μοίρασμα των βιβλίων μου, ήταν γνωριμίες με νέους ανθρώπους -υπέροχοι άνθρωποι γεμάτοι [όνειρα, «θέλω» αλλά και δοτικότητα. Σε αυτά τα 10 χρόνια στο χώρο του βιβλίου γνώρισα ένα ζωντανό ψηφιδωτό από ανθρώπους, κάποιους από τους οποίους έχω την τύχη να αποκαλώ φίλους. Δε γνώρισα φυσικά μόνο καλούς ανθρώπους, αλλά ακόμα και από τους κακούς, κρατάω τις όμορφες μας στιγμές και τα μαθήματα. Και όλες αυτές οι στιγμές, όλο αυτό το πολύχρωμο κομπολόι προς τα μπροστά, είναι το μεγαλύτερο κέρδος που έχω μέσα μου από τη συγγραφή.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να ξεκινήσω ένα βιβλίο. Ιδέες υπάρχουν πολλές, ενθουσιασμός ακόμα μεγαλύτερος, αλλά το βουνό πάντα είναι μπροστά σου και εσύ πρέπει να βρεις τα κότσια να αρχίσεις να το ανεβαίνεις. Oι Αμερικάνοι λένε «Don’t get it right, get it written» υπό την έννοια ότι πρέπει να αρχίσεις να γράφεις. Έτσι είναι. Το πρώτο βήμα, που λέμε και εμείς στο χωριό μου. Και αξίζει κάθε φορά γιατί στο τέλος, η θέα από την κορυφή του βουνού σου κόβει την ανάσα.
4. Η γραφή μπορεί να είναι μια συναισθηματική αποστράγγιση και αγχωτική διαδικασία. Πώς αντιμετωπίζετε τις συναισθηματικές επιπτώσεις ενός βιβλίου καθώς γράφετε την ιστορία;
Το έθεσες εξαιρετικά. Και να προσθέσω σου φέρνει και πείνα! (γέλια) Πραγματικά, έχω νιώσει πιο κουρασμένος και πιο πεινασμένος μετά από ένα απαιτητικό κεφάλαιο που έγραψα καθισμένος μόνος στο γραφείο μου… παρά μετά από δύο ώρες συναυλίας heavy metal ανάμεσα σε χιλιάδες κόσμου στην Μαλακάσα.
Οι συναισθηματικές επιπτώσεις καθώς γράφω ένα βιβλίο, είναι αρκετές φορές έντονες. Ένα κομμάτι του εαυτού μου φωνάζει «Φτάνει!» ή ζητάει την λύτρωση του ήρωα ή μια αλλαγή στην κατεύθυνση της ιστορίας. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο κομμάτι· εκείνο που θέλει να ακούσει τι ψιθύρισε στα αλήθεια η Μούσα. Όταν ολοκλήρωσα «Το Κουτί» και το διάβασα, σε κάποια κεφάλαια έκλαιγα.
5.Πώς χειρίζεστε τη λογοτεχνική κριτική; Σας επηρεάζει σε δημιουργικό επίπεδο ή μπορείτε να την αποβάλετε και να δημιουργήσετε ανεπηρέαστα;
Χαίρομαι όταν οι αναγνώστες αφιερώνουν χρόνο για να μου γράψουν δύο λόγια, το εκτιμώ· το έχω κάνει και εγώ σε αγαπημένους μου συγγραφείς. Επίσης πιστεύω στην λογοτεχνική κριτική. Από την άλλη βέβαια δε γίνεται να την παίρνω και εντελώς στα σοβαρά. Απλά πιάνω το παλμό και προχωράω, σαν να εκπνέει η περιέργεια μου. Το πιο σοβαρό είναι οι ιδέες και η δουλειά μου.
6.Θα θέλετε να μας μιλήσετε για τα μηνύματα που επιθυμείτε να περάσετε μέσα από το νέο βιβλίο σας;
Θίγω θέματα, συναισθήματα και κινητήριες δυνάμεις της ζωής μας, που με απασχολούν βαθιά. Δεν προσπαθώ όμως να περάσω κάποιο μήνυμα, ούτε να κάνω ηθικοπλαστικά τα βιβλία μου. Θέλω να γράφω ειλικρινά, χωρίς να ωραιοποιώ καταστάσεις ή να δαιμονοποιώ ανθρώπους. Απλά διηγούμαι την ιστορία. Με έχουν επηρεάσει οι εμπειρίες μου, οι άνθρωποι που έχω συναντήσει, τα βιβλία που έχω διαβάσει, με έχει επηρεάσει η ίδια η ζωή. Μέσα από το βιβλίο ο κάθε αναγνώστης θα αφουγκραστεί τη δικιά του αλήθεια.
7.Μπορούν τα βιβλία να ταυτίσουν τους αναγνώστες με τα δικά τους προβλήματα και να τους βοηθήσουν να τα αντιμετωπίσουν;
Τα βιβλία αποτέλεσαν για εμένα μεγάλο σχολείο. Και εύχομαι μονάχα να μπορούσα να είχα διαβάσει κάποια νωρίτερα. Από τις βουτιές του Αλμπέρ Καμύ στον ανθρώπινο ψυχισμό, και τα τέρατα που κρύβουν οι πρωταγωνιστές του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, μέχρι τις σαπισμένες ρίζες των απολυταρχικών καθεστώτων / κοινωνιών της Ούρσουλα Λε Γκεν και τις δυστοπίες τυλιγμένες σε κόκκινη άμμο, του Ρέυ Μπράντμπουρι, τα βιβλία σου μιλάνε αν είσαι έτοιμος να τα ακούσεις. Αλλά επαναλαμβάνω πως ότι ο κάθε αναγνώστης θα αφουγκραστεί τη δική του αλήθεια. Τα βιβλία δεν λένε, τα βιβλία είναι. Είναι η ίδια η ζωή.
8.Τι να περιμένουμε από σας στο μέλλον; Ο τρόμος θα επιστρέψει;
Aν μιλάμε για μεταφυσικό τρόμο (μιας και πολλοί αναγνώστες χαρακτήρισαν «Το Κουτί» ως το «πιο τρομακτικό βιβλίο» που έγραψα ποτέ) ναι θα επιστρέψει καθώς οι εκδόσεις Λυκόφως προχωρούν σε επανέκδοση του πρώτου μου βιβλίου, εξαντλημένου από το 2012, «Εκείνος που ψιθυρίζει πάνω από τα βουνά»! Επίσης το καλοκαίρι αυτό, σε μια προσπάθεια αποφόρτισης από την ένταση που βίωσα και βιώνω με «Το Κουτί», έγραψα δύο διηγήματα φαντασίας και τρόμου, το ένα θα κυκλοφορήσει λογικά το Σεπτέμβριο με το νέο προσεγμένο περιοδικό «Crime & Horror» -και το δεύτερο χρονικά θα κυκλοφορήσει σε μια ανθολογία έκπληξη. Ακόμη το φθινόπωρο, θα ξεκινήσω να γράφω το νέο μυθιστόρημα το οποίο θα κινείται σε παράλληλους, γεμάτους ένταση τόνους με «Το Κουτί» (εκδ. Bell, 2020)
9. Έχετε βρεθεί μάρτυρας σε καταστάσεις bullying / βίας ή έχετε υποστεί εσείς τέτοιες συμπεριφορές;
Ναι και αν έμαθα κάτι από αυτές τις καταστάσεις είναι να μη σιωπώ και να μην μένω αμέτοχος! Έχω βρεθεί μάρτυρας σε περιστατικά στο σχολείο, τα οποία θυμάμαι ακόμα και τώρα ως παρατηρητής (δεν μπορώ να φανταστώ πως θα τα κουβαλάνε μέσα τους τα παιδιά που υπέστησαν αυτές τις συμπεριφορές) και θυμάμαι πιο έντονα ένα περιστατικό καθώς ήμουν φοιτητής στο ΤΕΙ Αθηνών. Ένας «γνωστός» στους φοιτητές μπούλης, είχε στριμώξει έναν καχεκτικό παιδί, έναν συμφοιτητή μας, σε μια γωνιά έξω από ένα προποτζίδικο, και τον εκφόβιζε και του έριχνε χαστούκια εδώ και εκεί. Το τρομερό ήταν ότι τα παιδιά στο μαγαζί και στην αυλή της σχολής απλά κοιτούσαν, με τρόμο άλλοι ή με απάθεια. Θυμάμαι ότι ύστερα από το αρχικό σάστισμα η οργή ξεχείλισε μέσα μου και όρμησα. Άρπαξα τον μπούλη (που μου έριχνε μισό κεφάλι) από την μπλούζα και τον απώθησα με το ένα χέρι με τόση δύναμη σαν να ήταν κούκλα, ενώ το άλλο χέρι μου το έβαλα προστατευτικά μπροστά από το φοιτητή που είχε δεχθεί την επίθεση. Δεν έκανα πίσω παρόλο που έφαγα μια-δύο αδέσποτες. «Κόψτο!» του είπα και πραγματικά το γράφω τώρα και ανατριχιάζω, τα μάτια μου γυάλιζαν. Τότε μόνο ήταν που ήρθε διστακτικά και ένα δεύτερος και μετά ένας τρίτος να βοηθήσουν με τις παροτρύνσεις μιας κοπέλας στην παρέα μας και παρά τις φωνές και τις απειλές που ακολούθησαν, ο μπούλης οπισθοχώρησε. Θα το ξαναέκανα χωρίς σκέψη.
Σε ένα άλλο περιστατικό όμως που δεν ήμουν κοντά, καθώς το θύμα ήταν μια αναγνώστρια η οποία αντιμετώπιζε ενδοοικογενειακή βία στο σπίτι της σε απομακρυσμένο νησί, όσες προσπάθειες και αν έκανα από το τηλέφωνο, ανακάλυψα ότι αν το ίδιο το θύμα, με ή χωρίς εισαγωγικά, δεν ορθώσει το ανάστημα, δεν μπορείς να βοηθήσεις ουσιαστικά. Το εν λόγω κορίτσι είχε αποδεχθεί την κατάσταση και υπό μια έννοια την είχε συνηθίσει -δικαιολογούσε τον αδερφό της που την κακοποιούσε. Κατέληξε με κολάρο στον λαιμό… Στο νοσοκομείο… Αργότερα το έσκασε από το σπίτι, έχασα επαφή και ελπίζω να είναι καλά όπου και αν είναι, να είναι ασφαλής.
Μου έχουν ασκήσει και εμένα bullying, τόσο στο σχολείο που αντέδρασα και σταμάτησε εν τέλει, όσο και διαδικτυακά -ειδικά τα χρόνια αυτά που είμαι ενεργός συγγραφέας δεν φαντάζεστε τι μηνύματα και σχόλια λαμβάνω. Αλλά τα αντιμετωπίζω άφοβα. Καμία ανοχή στο bullying, στον ρατσισμό και στη βία κάθε μορφής. Και όποιος βιώνει τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις και δεν μπορεί να αντιδράσει μόνος ή μόνη –γιατί δεν είναι πάντα εύκολο- να μην το αποδέχεται, ας ζητήσει βοήθεια! Άμεσα. Ο φοιτητής που μπήκα τότε στην μέση για να σώσω από το bullying, δεν μου είπε ποτέ ευχαριστώ -και δε χρειαζόταν να το κάνει- αλλά έφυγε αμέσως φοβισμένος, κάτι που με πίκρανε για εκείνον και για όλα τα παιδιά. Όχι στο φόβο!
10. Ποια είναι η πιο έντονη στιγμή που βιώσατε σε αυτά τα 10 χρόνια ενασχόλησης σας με τη συγγραφή και τα βιβλία;
Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές. Μια που δε θα ξεχάσω ποτέ, συγκλονιστική μέσα στην απλότητα της, είναι αυτή:
Σε μια από τις βάρδιες μου στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, γνώρισα ένα μεσήλικο ζευγάρι. Είχαν έρθει στην Αθήνα για να κάνει ο άντρας εντατικές χημειοθεραπείες, για επιθετικό καρκίνο στους λεμφαδένες. Τόσο εκείνος όσο και η γυναίκα του, και οι δύο νησιώτες από ακριτικό νησί, άνθρωποι χαμογελαστοί παρά τα βάσανα τους και ψημένοι στη ζωή, καθώς οι μέρες περνούσαν, μου άνοιξαν την καρδιά τους, την άνοιξα και εγώ με τη σειρά μου, και γνωριστήκαμε. Η γυναίκα, μια καλοστεκούμενη κυρία, με καστανά μαλλιά και βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο της, μου μιλούσε με πάθος για τα ταξίδια που είχαν κάνει στη ζωή τους, όποτε τους δινόταν η ευκαιρία και για το γιό τους που είχε σπουδάσει και ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ο άντρας, ένας ψιλόλιγνος και ταλαιπωρημένος από την αρρώστια ψαρομάλλης, με γαλανά μάτια και έντονο βλέμμα, συνήθως με παρατηρούσε, άκουγε τη συζήτηση όποτε δεν ήταν κουρασμένος για να ξαπλώσει, και μιλούσε ελάχιστα. Αλλά ότι είχε να πει ήταν ζεστό και από καρδιάς. Θυμάμαι μου έλεγε πόσο ευγενικός είμαι και ότι πρέπει να φροντίζω τον εαυτό μου και να κοιμάμαι καλύτερα (λόγω των πολλών νυχτερινών που έκανα). Μια μέρα η κουβέντα μας πήγε στα βιβλία και όταν έμαθαν πως είμαι συγγραφέας, πήγαν σε γνωστή αλυσίδα την επόμενη και προμηθεύτηκαν το «Κάτω από το κρεβάτι», και μου το έφεραν στη ρεσεψιόν με πολύ περηφάνια, για να τους γράψω αφιέρωση. Αυτό με λύγισε, αλλά μου έδωσε και χαρά. Οι χημειοθεραπείες συνεχίζονταν και το ζευγάρι έμεινε για αρκετές εβδομάδες στην Αθήνα και όταν κάποια στιγμή έφυγαν από το ξενοδοχείο, έμειναν σε ένα φιλικό σπίτι. Η ζωή συνεχίστηκε. Όταν ένα μήνα αργότερα είδα τη γυναίκα να μπαίνει στο ξενοδοχείο μόνη της, κατάλαβα. Φορούσε μαύρα και ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια. «Τον χάσαμε», μου είπε απλά και το ίδιο απλά άρχισε να κλαίει. Την αγκάλιασα και την παρηγόρησα με λόγια όπως μπορούσα σε μια κατάσταση που δε χωράνε στα αλήθεια λόγια. Της έδωσα νερό και μια πορτοκαλάδα από το μπαρ και καθίσαμε να μιλήσουμε, να ξεκουραστεί. Μου διηγήθηκε το τελευταίο βράδυ τους… πως κάποια στιγμή ο άνθρωπος είχε χειροτερέψει, πως κόλλησε ένα μικρόβιο μέσα στο νοσοκομείο… και πως μπήκε στην εντατική… Και η γυναίκα κάθισε εκείνο το βράδυ και τον περίμενε στην αίθουσα αναμονής απ’ έξω. Μόνο που δε βγήκε ποτέ ξανά ζωντανός. Τη φαντάστηκα σε αυτή την τόσο δύσκολη στιγμή, σε εκείνη την καρέκλα, σε μια αποστειρωμένη, σιωπηλή αίθουσα να περιμένει. «Είχατε κάποιον μαζί σας;» ρώτησα καθώς προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Εκείνη άρχισε να κλαίει σιγανά ξανά. «Ναι», μου απάντησε και με κοίταξε στα μάτια, «Είχα το βιβλίο».
Σας ευχαριστούμε πολύ γα την όμορφη συζήτηση. Σας ευχόμαστε καλοτάξιδο το βιβλίο σας και αναμένουμε από τώρα νέα σας δουλειά.
Ευχαριστώ ειλικρινά για τη ζεστή φιλοξενία!
Βρείτε κριτική για το βιβλίο εδώ:
http://164.68.96.237/nikolsway/?p=8366