Το Effie’s World και ο συγγραφέας Γιώργος Κωστόπουλος σας παρουσιάζουν ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι!!!
Το κουτί κατέβηκε από το πατάρι στις 6 Δεκεμβρίου και δέκα λεπτά αργότερα όλο το σαλόνι ήταν γεμάτο από χριστουγεννιάτικα στολίδια. Δύο πιτσιρίκια, φωνάζοντας χαρούμενα, άνοιγαν τα κουτιά που μέσα τους κοιμούνταν ήσυχα οι μπάλες, τα αστεράκια και οι γιρλάντες. Μερικά βήματα πίσω τους, ένας μεγαλόσωμος άντρας κρατούσε αγκαλιά μια όμορφη κοπέλα και χαμογελούσαν βλέποντας τα καμάρια τους να χαλάνε τον κόσμο.
Μέσα στα μικρά κουτιά, τα παραγεμισμένα με παλιές εφημερίδες, τα στολίδια αναδεύτηκαν και χαμογέλασαν. Είχε έρθει η ώρα του χρόνου που θα φαίνονταν χρήσιμα και θα σκόρπιζαν χαρά σε όλους!
Σε κάθε κουτί που άνοιγε τα στολίδια έμεναν ακίνητα και μόλις τα πιτσιρίκια προχωρούσαν στο επόμενο κουτί, τότε άρχιζαν να παλεύουν μεταξύ τους για το ποιο θα βγει πιο μπροστά από τα άλλα, κερδίζοντας μια καλή θέση στο δέντρο που περίμενε ήδη στημένο σε μια γωνιά του σαλονιού. «Κάντε άκρη», είπε με βλοσυρή και επιβλητική φωνή μια μεγάλη, κατακόκκινη μπάλα που γυάλιζε. «Σιγά μην κάνουμε στην άκρη για σένα!» απάντησε με ψιλή, εριστική φωνή μια άσπρη μπάλα με έναν τάρανδο ζωγραφισμένο πάνω της. «Κάθε χρόνο εσύ μπαίνεις μπροστά κύριε». «Χαχαχα», ακούστηκε ένα εγκάρδιο, ειρωνικό γέλιο από το διπλανό κουτί. Οι μπάλες, που τσακώνονταν μεταξύ τους, σιώπησαν αμέσως καθώς το μεγάλο αστέρι δίπλα τους τεντωνόταν. «Είναι αστείο να τσακώνεστε για το ποιος θα είναι μπροστά – όλοι ξέρουν ότι αυτό που έχει σημασία είναι ποιος είναι πιο ψηλά», είπε το αστέρι με σιγουριά.
«Σσσσσίγουρα», είπαν συριχτά τα λαμπιόνια, ίδια με φίδια, από το κουτί δίπλα από το αστέρι, καθώς προσπαθούσαν να ξεμπλεχτούν. «Αςςς μην ανάβαμε εμείςςς κάθε χρόνο και θα σσσου έλεγα ποιοςςςς έχει σσσημασσσία».
«Μπα; Και η φάτνη; Δεν έχει σημασία η φάτνη;» ρώτησε η μινιατούρα ενός βοσκού που κρατούσε το καπέλο του μπροστά στο στήθος του, αποκαλύπτοντας μια αξιοσέβαστη φαλάκρα. Μια πλαστική αγελάδα συμφώνησε μουγκανίζοντας.
«Πάλι τα ίδια», είπε βαριεστημένα ο Ιωσήφ σε μια ακίνητη Μαρία, που παρακολουθούσε με λατρεία το Θείο Βρέφος να κοιμάται στην κούνια του. «Δε βαρέθηκαν κάθε χρόνο να τσακώνονται για το ποιος θα έχει την καλύτερη θέση;»
«Άσ’ τους να τσακώνονται», είπε η Μαρία. «Εξάλλου χωρίς Αυτόν, δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης», πρόσθεσε χαμογελώντας στη στρουμπουλή μινιατούρα στην κούνια.
Τα πιτσιρίκια δημιούργησαν ένα σχετικό χάος που θύμιζε το σύμπαν στα πρώτα δευτερόλεπτα της ζωής του, καθώς τα κουτιά άδειασαν και πετάχτηκαν στην άκρη, οι μπάλες και τα υπόλοιπα στολίδια γδύθηκαν από τις εφημερίδες που τα προστάτευαν (οι οποίες με τη σειρά τους δημιούργησαν ένα ωραιότατο ντεκόρ στο πάτωμα, φέρνοντας την μητέρα τους σε απόγνωση) και το σπίτι γέμισε χαρούμενες παιδικές φωνές. Σε λίγα λεπτά, το όμορφο, μεγάλο δέντρο είχε ήδη αρχίσει να στολίζεται.
Η μεγάλη γυαλιστερή κόκκινη μπάλα μπήκε σε περίοπτη θέση, μπροστά-μπροστά και στο μέσο του δέντρου, ενώ η αυθάδης λευκή μπάλα με τον τάρανδο δυο σειρές από κάτω της, ξεφυσώντας απογοητευμένη. Όταν όλες οι μπάλες, οι καμπανούλες και τα χρυσά και ασημένια αγγελούδια από φελιζόλ μπήκαν στη θέση τους, ο μπαμπάς άρχισε να τυλίγει τα λαμπιόνια γύρω από το δέντρο. Όπως ήταν φυσικό, μπλέχτηκε κάπου στη μέση και αναγκάστηκε να τα βγάλει για να τα ξετυλίξει, αλλά παρόλα αυτά χαμογελούσε, παρασυρμένος από την χαρά των πιτσιρικιών. Με την δεύτερη προσπάθεια, κατάφερε να τα βάλει όπως έπρεπε.
Η μαμά ανέλαβε να προσθέσει την δική της πινελιά, τοποθετώντας βαμβάκι στα κλαδιά, ώστε το δέντρο να φαίνεται χιονισμένο. Τα πιτσιρίκια έστησαν τη φάτνη, βάζοντας τους μάγους να δίνουν τα δώρα στις αγελάδες και τους βοσκούς να κοιτάνε απέναντι από το Θείο Βρέφος. Οι φιγούρες ήταν έξαλλες, καθώς τα μικρά είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια.
«Ορίστε που καταντήσαμε», είπε ο Μελχιόρ, «τόσο ταξίδι πάνω στις καμήλες, στραβωθήκαμε να ακολουθούμε το Άστρο της Βηθλεέμ και να κουβαλάμε τα δώρα και τώρα μας βάζουν να τα δώσουμε στις αγελάδες και στα πρόβατα».
«Ελάτε, ελάτε, σοβαρευτείτε», ακούστηκε μια βαριά φωνή, καθώς ο μπαμπάς τοποθετούσε τις φιγούρες, αυτή τη φορά στη σωστή τους θέση. Ο Γάσπαρ αναστέναξε ανακουφισμένος.
«Είδες που γκρίνιαζες;» ψιθύρισε στον Μελχιόρ, αλλά εκείνος παρέμεινε μουτρωμένος. Έπαιρνε πολύ στα σοβαρά το ρόλο του.
«Λοιπόν, τι άλλο έμεινε;» ρώτησε ο μπαμπάς. «Μια χαρά μου φαίνεται το δέντρο», πρόσθεσε κλείνοντας το μάτι στη μαμά. Αμέσως τα πιτσιρίκια ξεσηκώθηκαν.
«ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ, ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ!» είπε το αγοράκι.
«ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ, ΜΠΑΜΠΑ!» υπέδειξε το κοριτσάκι.
«Μπα που να πάρει, δίκιο έχετε!» αναφώνησε δήθεν έκπληκτος ο μπαμπάς και τοποθέτησε το μεγάλο, χρυσό αστέρι από πεπιεσμένο χαρτί στην κορυφή του δέντρου.
«Έτοιμο τώρα;» ρώτησε τα μπουμπούκια του.
«ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙ!» ούρλιαξαν αυτά και όρμησαν στην αγκαλιά του.
«Έμεινε τίποτα άλλο στα κουτιά, Σοφία;» ρώτησε ο άντρας τη γυναίκα του καθώς έβαζε τα λαμπάκια στην πρίζα.
«Όχι, δε βλέπω κάτι», απάντησε η κοπέλα, ψάχνοντας φευγαλέα τα κουτιά. Σε ένα από αυτά ακούστηκε σαν κάτι να κατρακύλησε.
«Τελικά κάτι έχει μείνει», είπε ο άντρας και την πλησίασε καθώς η Σοφία έβγαζε ένα μικροσκοπικό, τσακισμένο αστεράκι από ένα μικρό κουτί. Ήταν φθαρμένο και σπασμένο στην άκρη. Ο άντρας πήρε βαθιά ανάσα και έσμιξε τα φρύδια του.
«Να το πετάξουμε; Είναι αρχαίο», ρώτησε η κοπέλα. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Όχι, δωσ’ το μου», είπε και όταν η γυναίκα του τού το έδωσε, εκείνος το κράτησε στην παλάμη του με τρυφερότητα.
«Είναι το αστεράκι που είχαμε στο οικογενειακό μας δέντρο», μονολόγησε. «Το είχε αγοράσει η συχωρεμένη η μάνα μου μαζί με τρεις μπάλες και μια γιρλάντα όταν ήμουν έξι χρονών. Απ’ όσο θυμάμαι ήταν η πρώτη χρονιά που στολίζαμε δέντρο – αν και μάλλον δε θα το έλεγες δέντρο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κλαδί».
Η Σοφία τον χάιδεψε στην πλάτη.
«Δεν είχαμε λεφτά για δώρα, ούτε καν για εορταστικό τραπέζι», ψιθύρισε ο άντρας, χαμένος στις μακρινές αναμνήσεις του, «αλλά προτίμησε να πάρει δυο-τρία στολίδια για να χαρώ εγώ κι ο αδελφός μου, παρά να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια για τον εαυτό της».
Κοίταξε πάλι το αστεράκι, όλο αγάπη.
«Μόνο αυτό απέμεινε από το δέντρο μας» είπε χαμογελώντας πικρά – το μυαλό του πήγε στα τελευταία Χριστούγεννα που είχε περάσει με τους γονείς και τον αδελφό του, πολλά-πολλά χρόνια πριν.
Τοποθέτησε το μικρό αστεράκι στο δέντρο, αλλά από την πίσω μεριά, ώστε να μην φαίνεται. Άλλωστε ανήμερα θα είχαν τραπέζι σε φίλους και συγγενείς και δεν ήθελε να νομίζουν ότι στόλιζαν το δέντρο τους με ότι τους είχε περισσέψει από τα προηγούμενα χρόνια.
Το μικρό, παλιό αστεράκι κοιτούσε με θαυμασμό τα μεγάλα στολίδια που ομόρφαιναν το δέντρο. Τόσα χρόνια ήταν ξεχασμένο μέσα στον πάτο του κουτιού με τα φωτάκια (ούτε το ίδιο δεν ήξερε πως είχε καταλήξει εκεί) και δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε ποτέ του χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πω πω, οι μπάλες ήταν τόσο μεγάλες και γυαλιστερές! Τα φωτάκια αναβόσβηναν σαν τρελά, μπλε και πράσινα και κίτρινα και κόκκινα, τόσο που σε ζάλιζαν! Και πάνω πάνω, στην κορυφή, βρισκόταν ένα αστέρι τόσο μεγάλο που το μικρό μας αστεράκι ζάρωσε μπροστά στη μεγαλοπρέπειά του.
«Ουάου, πόσο μεγάλο είναι!» ψιθύρισε μαγεμένο με την φωνούλα του.
«Τι; Ε;» ρώτησε μια αγουροξυπνημένη μπάλα δίπλα του. Ήταν ασημένια κι έμοιαζε με ζαχαρωμένο μήλο, αν και ήταν λίγο στραπατσαρισμένη.
«Ποιος είσαι εσύ; Δε σ’ έχω ξαναδεί εδώ» ρώτησε επιτακτικά και, αν είχε φρύδια, θα τα είχε ανασηκώσει.
«Είμαι το αστεράκι», απάντησε δειλά αυτό. «Δε με χρησιμοποιούσαν. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον!» είπε με μια υποψία χαράς να χρωματίζει τη φωνούλα του.
«Μπορώ να καταλάβω γιατί», απάντησε περιφρονητικά το ασημένιο μήλο και προσπάθησε να γυρίσει την πλάτη του στο αστεράκι, πράγμα αδύνατο γιατί τα παιδιά είχαν δέσει γερά τα στολίδια στο δέντρο. Το αστεράκι αναστέναξε στενοχωρημένο, αλλά μετά από λίγο ξέχασε την κακότροπη συμπεριφορά της μπάλας και συνέχισε να θαυμάζει το στολισμένο δέντρο.
Κάθε βράδυ που η οικογένεια πήγαινε για ύπνο, στο σαλόνι γινόταν χαμός από τις φωνές των στολιδιών. Δυο-τρεις μπάλες αποφάσισαν να κάνουν επανάσταση και να προσπαθήσουν να γυρίσουν το δέντρο, ώστε να φαίνονται περισσότερο, αλλά δεν κατάφεραν σπουδαία πράγματα. Με το που μετακινήθηκε ένα χιλιοστό το έλατο, το Θείο Βρέφος ξύπνησε κι έμπηξε τέτοια κλάματα, που ο Ιωσήφ αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει μέχρι το αστέρι και να κατσαδιάσει κάθε μπάλα, γιρλάντα, φωτάκι και στολίδι που υπήρχε. Για λίγη ώρα ησύχασαν όλοι.
Το αστεράκι προσπάθησε να πιάσει την κουβέντα στα γειτονικά του στολίδια, αλλά το περιφρονούσαν όλοι. Κάποια στιγμή το επισκέφτηκε η μεγάλη κόκκινη μπάλα που θεωρούσε τον εαυτό του πρωταγωνιστή του δέντρου (μετά το αστέρι στην κορυφή φυσικά, που δεν καταδεχόταν να μιλήσει με κανέναν), το κοίταξε με κοροϊδευτικό ύφος και επέστρεψε γελώντας στη θέση του. Η καρδούλα του αστεριού (γιατί ναι, και τα στολίδια έχουν καρδούλα, αν και είναι πολύ μικρή και οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι είναι κάτι παραπάνω από άψυχα αντικείμενα που τα χρησιμοποιούν και μετά τα παραχώνουν σε κουτιά και τα κρύβουν σε υπόγεια και πατάρια) βυθίστηκε στη θλίψη, αλλά για λίγο. Όσο άσχημα και να του φέρονταν οι υπόλοιποι, το ίδιο ήταν χαρούμενο μόνο και μόνο που μπορούσε να βρίσκεται στο δέντρο μαζί με όλους τους άλλους.
Οι μέρες πέρασαν και έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Η οικογένεια έφαγε ένα πρόχειρο δείπνο στην κουζίνα και μετά αποφάσισαν να πάνε νωρίς για ύπνο, γιατί η επόμενη μέρα θα ήταν πολύ κουραστική, τόσο για τη μαμά, όσο και για τον μπαμπά. Τα πιτσιρίκια διαμαρτυρήθηκαν όπως διαμαρτύρονται όλα τα παιδιά όταν πρέπει να πάνε για ύπνο, αλλά συμβιβάστηκαν όταν ο πατέρας τους είπε ότι θα πρόσθετε μια ακόμα σειρά από πολύχρωμα λαμπάκια στο δέντρο. Θα τα τοποθετούσαν, θα τα άναβαν και μετά γραμμή στο κρεβάτι, σύμφωνοι;
Αλλά όταν πήγε να τα ανάψει, ω, τι συμφορά! Ο μπαμπάς δεν είχε υπολογίσει ότι ήδη υπήρχαν πολλά λαμπάκια στο δέντρο κι έτσι δημιουργήθηκε βραχυκύκλωμα. Το δέντρο (μαζί με το υπόλοιπο σπίτι φυσικά) βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Πέρασε ένα μισάωρο γκρίνιας από τα παιδιά, μουρμούρας από την μαμά και χαμηλόφωνων βλαστημιών από τον μπαμπά που προσπαθούσε να φτιάξει την ασφάλεια. Τελικά, αφού τον τίναξε το ρεύμα δυο φορές, τα παράτησε απογοητευμένος και υποσχέθηκε στη γυναίκα του ότι την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί μάλιστα, θα καλούσε ηλεκτρολόγο.
Τα πιτσιρίκια στέκονταν μπροστά στο δέντρο περιμένοντας να ξαναδούν τα φωτάκια να ανάβουν, αλλά μάταια. Οι γονείς τους τα έβαλαν στο κρεβάτι δίνοντας τους υποσχέσεις ότι την επόμενη μέρα όλα θα ήταν καλά κι αυτά αποκοιμήθηκαν στενοχωρημένα, σαν να είχαν ακυρωθεί τα Χριστούγεννα.
«Το ξέρεις ότι δεν πρόκειται να βρούμε ηλεκτρολόγο χριστουγεννιάτικα, έτσι;» ρώτησε η Σοφία τον άντρα της καθώς τοποθετούσε με προσοχή την νυχτερινή μάσκα ομορφιάς της, στο ημίφως του κεριού.
«Το ξέρω», απάντησε κακόκεφα αυτός.
«Εκτός από το ότι θα γκρινιάζουν τα μικρά, θα πρέπει να ακυρώσουμε και το τραπέζι αύριο. Που θα μαγειρέψω;» συνέχισε αμείλικτα η κοπέλα. Ο άντρας αναστέναξε.
«Θα προσπαθήσω να βρω ηλεκτρολόγο, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάω στην άλλη άκρη της πόλης»
Την αγκάλιασε από τη μέση κι εκείνη γκρίνιαξε ότι θα της χαλάσει τη μάσκα.
«Έλα, δε θα πάθεις τίποτα αν δε βάλεις αυτό το πράμα για μια μέρα στα μούτρα σου. Εξάλλου, είτε το βάζεις είτε όχι, είσαι πανέμορφη!» πρόσθεσε διπλωματικά και την έριξε στο κρεβάτι. Εκείνη χαχάνισε.
«Μην ανησυχείς για τα φώτα. Χριστούγεννα είναι, μπορεί να γίνει κανένα θαύμα και να βρούμε ηλεκτρολόγο» της είπε καθησυχαστικά κι έπειτα τη φίλησε.
Και κάπου εδώ θα αφήσουμε τους μεγάλους να κάνουν όσα κάνουν οι μεγάλοι και θα επιστρέψουμε στο σαλόνι.
Ο χώρος ήταν γεμάτος αναστατωμένες φωνές – οι μπάλες φώναζαν, τα στολίδια γκρίνιαζαν, τα φωτάκια αγκομαχούσαν, το μεγάλο αστέρι έδινε διαταγές που κανείς δεν άκουγε, οι πλαστικές αγελάδες μουγκάνιζαν, οι μάγοι τσακώνονταν με τους βοσκούς. Ένα χάος. Μόνο το αστεράκι καθόταν παράμερα και δεν μιλούσε καθόλου. Κάποια στιγμή, όταν όλοι κουράστηκαν από τις φωνές, το αστεράκι είπε δειλά:
«Δε χρειαζόμαστε πρίζες για να λάμψουμε».
Όλα τα στολίδια στράφηκαν (όσο τους επέτρεπε ο τρόπος που τα είχαν δέσει δηλαδή) προς το μέρος της φωνούλας.
«Ποιος μίλησε;» ρώτησε αυστηρά το μεγάλο αστέρι.
«Είναι εκείνο το στραπατσαρισμένο αστέρι στο πίσω μέρος του δέντρου», είπε απαξιωτικά η κόκκινη, γυαλιστερή μπάλα. Τα στολίδια άρχισαν να ψιθυρίζουν κοροϊδευτικά μεταξύ τους.
«…μα τι θέλει αυτό το αστέρι…»
«…το είδες πόσο άσχημο είναι;»
«…μας ασχημαίνει το δέντρο, ακόμα κι εκεί που βρίσκεται…»Το αστεράκι άκουγε όλες τις προσβολές, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
«Δε χρειαζόμαστε πρίζες για να λάμψουμε», επανέλαβε πεισματικά.
«Μπα;» ρώτησε η κόκκινη μπάλα. «Και πως αλλιώς θες να λάμψουμε δηλαδή; Τι σοφία κρύβει το χαλασμένο σου σουλούπι;»
«Θα είναι καμιά σοφία από τα αρχαία χρόνια», περιγέλασε με κακία το αστεράκι η λευκή μπάλα με τον τάρανδο.
Το αστεράκι πήρε βαθιά ανάσα – ένιωθε την καρδούλα του έτοιμη να σπάσει από το άγχος, αλλά δεν θα τα παρατούσε τώρα. Υπήρχε μαγεία στα Χριστούγεννα, το είχε δει, το είχε ζήσει παλιότερα, όταν μια άλλη, φτωχή οικογένεια είχε καταφέρει να περάσει τις πιο πλούσιες γιορτές, κι ας ήταν λιτό το δέντρο τους, κι ας μην υπήρχαν δώρα ή γεμάτο τραπέζι με όλα τα καλούδια του Θεού. Μια οικογένεια που η μητέρα θυσίασε τα παπούτσια που χρειαζόταν για να πηγαίνει στη δουλειά της, ώστε να στολίσει το δέντρο για να χαρούν τα παιδιά της.
Το αστεράκι συγκεντρώθηκε πολύ, πολύ, πολύ. Οι ψίθυροι των γύρω του έσβησαν, χάθηκαν και πλέον στο σαλόνι υπήρχε απόλυτη ησυχία. Μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν κι έπειτα ένα από τα φωτάκια είπε με τη συριστική φωνή του:
«Σσσσαν να λάμπει μου φαίνεται».
Τα στολίδια έβαλαν τα δυνατά τους και στράφηκαν προς το μέρος του μικρού αστεριού – κι εκεί, ανάμεσα στα λιγότερο στολισμένα κλαδιά, στο πίσω μέρος του δέντρου που κανείς ποτέ δεν έβλεπε, το αστεράκι όντως έλαμπε, με ένα φως δικό του, ένα φως που έβγαινε από την μικρή του καρδούλα, ένα φως που δυνάμωνε καθώς περνούσε η ώρα.
«Το Άστρο της Βηθλεέμ», είπε ο Μελχιόρ κοιτάζοντας προς τα πάνω εντυπωσιασμένος. Το Θείο Βρέφος χαμογέλασε και άπλωσε το χεράκι του να αγγίξει το φως, που όλο και δυνάμωνε, όλο και δυνάμωνε.
Η κόκκινη μπάλα θα είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, αν είχε στόμα.
«Πφφφ, βλακείες», είπε και πήγε να γυρίσει στη θέση της απότομα, αλλά γλίστρησε και έπεσε κάτω, όπου και έγινε χίλια κομμάτια.
Στο δωμάτιο των γονιών, η Σοφία ξύπνησε.
«Τζακ, Τζακ!» σκούντησε τον άντρα της. «Άκουσα θόρυβο στο σαλόνι!»
Ο Τζακ μισάνοιξε τα ματια απηυδισμένος.
«Δε θα κοιμηθούμε σήμερα», μουρμούρισε και, αφού φόρεσε τις παντόφλες του, ξεκίνησε για το σαλόνι, με την Σοφία κατά πόδας.
Το σαλόνι έλαμπε ολόκληρο. Ο Τζακ έβαλε το χέρι του μπροστά από τα ματια του για να προστατευτεί από το λαμπρό φως που φαινόταν να βγαίνει από το δέντρο.
«Τι είναι; Φωτιά;» ρώτησε με αγωνία η Σοφία.
«Όχι… δεν είναι φωτιά…» απάντησε απορημένος εκείνος. Πλησίασε την πηγή του φωτός και είδε το αστεράκι, το αστέρι που τόσα χρόνια βρισκόταν παραπεταμένο στο κουτί του, το αστέρι που χάζευε όταν ήταν μικρός και στο οποίο εκμυστηρευόταν κάθε νύχτα τις παιδικές του επιθυμίες, να λάμπει, να λάμπει όσο δεν είχε λάμψει ποτέ κανένα άλλο αστέρι.
«Μαμά; Μπαμπά;» ρώτησε ο μικρός Τίμι που στεκόταν πίσω τους, αγουροξυπνημένος και τρίβοντας τα μάτια του, κρατώντας από το χέρι τη μικρή του αδελφούλα.
«Τίμι, Έλεν, ελάτε εδώ», είπε ο πατέρας τους δακρυσμένος. «Ελάτε να δείτε, είναι το θαύμα των Χριστουγέννων!»
Στάθηκαν και οι τέσσερις τους πιασμένοι χέρι-χέρι μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που όμοιο του δεν υπήρχε πουθενά στη γη. Έπειτα ο Τζακ πήρε το αστεράκι από τη θέση του και, αφού κατέβασε το μεγάλο αστέρι (το οποίο δεν παραπονέθηκε καθόλου, πράγμα περίεργο αφού θεωρούσε ότι οι γιορτές του ανήκαν) το τοποθέτησε στην κορυφή. Αμέσως όλο το δέντρο φωτίστηκε, οι μπάλες έλαμψαν, οι γιρλάντες στραφτάλισαν – ακόμα και τα ξεφτισμένα χρώματα των φιγούρων της φάτνης τώρα έμοιαζαν πιο ζωντανά, σαν να ήταν ολοκαίνουργιες.
Το μικρό αστεράκι χάρισε τη λάμψη της καρδούλας του σε όλα τα στολίδια κι εκείνα πανηγύρισαν. Τα πιτσιρίκια γελούσαν χαρούμενα και ο Τζακ και η Σοφία στέκονταν σφιχταγκαλιασμένοι γεμίζοντας την καρδιά τους με το γιορτινό φως του αστεριού ξανά και ξανά και ξανά.
Και το αστέρι συνέχισε να τους φωτίζει για πολλά, πολλά χρόνια ακόμα.